Selected Courses on Digital Art-UOWM

6 Μαΐου 2015

selfie video ergasia

Filed under: UNCLASSIFIED 1 — admin @ 10:02

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=MfKSAg69S4w&w=560&h=315] [youtube https://www.youtube.com/watch?v=d_YyJOJ3QUY&w=560&h=315]

25 Απριλίου 2015

Ετεροτοπίες

Filed under: UNCLASSIFIED 1,ΚΕΙΜΕΝΑ — admin @ 16:47
Μισέλ Φουκώ Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres) (1967), Ετεροτοπίες Όπως όλοι γνωρίζουμε, η μεγάλη εμμονή που κυρίευσε τον 19ο αιώνα ήταν η ιστορία: ζητήματα ανάπτυξης και στασιμότητας, ζητήματα κρίσεων και κυκλικότητας, ζητήματα συσσώρευσης του παρελθόντος, μεγάλος αριθμός νεκρών, η απειλητική πτώση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Ο 19ος αιώνας άντλησε τις βασικές μυθολογικές πηγές του από τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Η σημερινή εποχή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περισσότερο ως η εποχή του χώρου. Διανύουμε την εποχή του ταυτόχρονου, την εποχή της αντιπαραβολής, του κοντινού και του μακρινού, του πλάι πλάι, της διάχυσης. Βρισκόμαστε, κατά την άποψή μου, σε ένα σημείο όπου ο κόσμος δίνει την εντύπωση λιγότερο μιας μεγαλειώδους ζωής που εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου και περισσότερο ενός δικτύου το οποίο ενώνει σημεία υφαίνοντας τον ιστό του. Θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε ότι ορισμένες από τις ιδεολογικές συγκρούσεις οι οποίες ενέπνευσαν την πολεμική της εποχής μας εκτυλίσσονται ανάμεσα στους πιστούς απόγονους του χρόνου και στους επίμονους κατοίκους του χώρου. Ο στρουκτουραλισμός, ή τουλάχιστον η γενικότερη έννοια που κατηγοριοποιείται υπό αυτόν τον όρο, είναι η προσπάθεια δημιουργίας, με στοιχεία διασκορπισμένα στο χρονικό γίγνεσθαι, ενός συνόλου σχέσεων οι οποίες δίνουν την εντύπωση της αντιπαραβολής, της αντιπαράθεσης, της μεταξύ τους ανάμειξης, ή μάλλον την εντύπωση ενός διαμορφωμένου συστήματος. Στην πραγματικότητα, ο στρουκτουραλισμός δεν συνεπάγεται την άρνηση του χρόνου. Αποτελεί έναν συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης αυτών που αποκαλούμε χρόνος και ιστορία. Πρέπει να τονίσουμε πάντως ότι ο χώρος που μας απασχολεί σήμερα μέσα από τη θεωρία και τα συστήματά μας, δεν αποτελεί καινοτομία. Ο χώρος από μόνος του, σύμφωνα με τη δυτική εμπειρία, έχει τη δική του ιστορία, και δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε αυτή την αναπόφευκτη διασύνδεση του χρόνου με τον χώρο. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, για να περιγράψουμε πολύ γενικά αυτήν την ιστορία του χώρου, ότι κατά τον Μεσαίωνα υπήρχε ένα ιεραρχικό σύνολο τόπων: τόποι ιεροί και τόποι κοσμικοί, τόποι προστατευμένοι και τόποι ανοιχτοί και απροστάτευτοι, αστικοί και αγροτικοί τόποι (όπου ζούσαν πραγματικά οι άνθρωποι). Σύμφωνα με την κοσμολογική θεωρία, υπήρχαν τόποι υπερουράνιοι σε αντιπαραβολή προς τους ουράνιους και τόποι ουράνιοι με τη σειρά τους σε αντιπαραβολή προς τους επίγειους. Υπήρχαν τόποι όπου τα πράγματα είχαν τοποθετηθεί επειδή είχαν μετακινηθεί με τη βία και, αντίθετα, τόποι όπου τα πράγματα έβρισκαν τη φυσική θέση και ακινησία τους. Αυτή ακριβώς η ιεραρχία, αυτή η αντίθεση, αυτή η διασύνδεση των τόπων αποτέλεσε αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε σε γενικές γραμμές μεσαιωνικό χώρο: ο χώρος της φυσικής θέσης (localisation). 1 Αυτός ο χώρος διευρύνθηκε από τον Γαλιλαίο. Διότι το πραγματικό σκάνδαλο στο έργο του Γαλιλαίου, δεν ήταν τόσο ότι ανακάλυψε ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο, αλλά ότι δημιούργησε έναν χώρο απέραντο και απολύτως ανοιχτό, με αποτέλεσμα να καταλυθεί τελείως η μεσαιωνική αντίληψη του χώρου, αφού ο τόπος ενός πράγματος δεν ήταν πια παρά ένα σημείο στην κίνησή του, όπως ακριβώς η ακινησία ενός πράγματος δεν ήταν παρά η απεριόριστη επιβράδυνση της κίνησής του. Με άλλα λόγια, από την εποχή του Γαλιλαίου και ξεκινώντας από τον 19ο αιώνα, την φυσική θέση υποκαθιστά η ευρύτητα (etendue). Στις μέρες μας, η θέση στο χώρο (emplacement) αντικαθιστά την ευρύτητα, η οποία με τη σειρά της υποκατέστησε τη φυσική θέση. Η θέση στο χώρο προσδιορίζεται από τις σχέσεις γειτονίας μεταξύ σημείων ή στοιχείων. Τυπικά, μπορούμε να τις περιγράψουμε ως σειρές, άξονες, κιγκλίδες. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε τη σημασία των προβλημάτων της θέσης στον χώρο στη σύγχρονη τεχνική: η αποθήκευση πληροφοριών ή των ενδιάμεσων αποτελεσμάτων ενός υπολογισμού στη μνήμη μιας μηχανής, η κυκλοφορία απόρρητων στοιχείων, με τυχαία έξοδο (όπως για παράδειγμα τα αυτοκίνητα ή ακόμη και οι ήχοι μιας τηλεφωνικής γραμμής), η σηματοδότηση στοιχείων που φέρουν σήμα ή κωδικοποίηση, εντός ενός συνόλου το οποίο είναι είτε τυχαία κατανεμημένο, είτε ταξινομημένο σύμφωνα με μια μεμονωμένη ή πολλαπλές ταξινομήσεις, κλπ. Κατά έναν ακόμη πιο συγκεκριμένο τρόπο, το πρόβλημα της θέσης τίθεται για τους ανθρώπους με όρους δημογραφικούς. Και αυτό το τελευταίο πρόβλημα της ανθρώπινης θέσης, δεν είναι απλά το ερώτημα εάν θα υπάρξει αρκετός χώρος για την ανθρωπότητα στον πλανήτη, πρόβλημα ούτως ή άλλως αρκετά σημαντικό, αλλά παράλληλα το πρόβλημα των σχέσεων γειτνίασης, του είδους της αποθήκευσης, κυκλοφορίας, σηματοδότησης, κατηγοριοποίησης των ανθρώπινων στοιχείων που πρέπει να υιοθετηθούν σε δεδομένες καταστάσεις προκειμένου να επιτευχθεί ο ένας ή ο άλλος στόχος. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου ο χώρος λαμβάνει τη μορφή σχέσεων θέσης. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι οι ανησυχίες μας σήμερα αφορούν πρωταρχικά το χώρο, προφανώς πολύ περισσότερο απ’ ότι τον χρόνο. Ο χρόνος εμφανίζεται πιθανόν ως μία από τις διάφορες επιμεριστικές λειτουργίες των στοιχείων τα οποία κατανέμονται στον χώρο. Παρά τις όποιες τεχνικές που τον περιβάλλουν, παρά τα δίκτυα γνώσης που μας επιτρέπουν να τον προσδιορίσουμε ή να τον τυποποιήσουμε, ο σύγχρονος χώρος δεν είναι ίσως ακόμη πλήρως απαλλαγμένος από τον ιερό του χαρακτήρα, σε αντίθεση με τον χρόνο, ο οποίος το έχει επιτύχει από τον 19ο αιώνα. Βέβαια, έχει πραγματοποιηθεί μια ορισμένη θεωρητική απομάκρυνση του χώρου από τον ιερό του χαρακτήρα (για την οποία έδωσε το έναυσμα το έργο του Γαλιλαίου), όμως ίσως να μην έχουμε αγγίξει ακόμη την πρακτική αποαγιοποίηση του χώρου. Και ίσως ακόμη η ίδια η ζωή μας να κυβερνάται από συγκεκριμένες αντιθέσεις τις 2 οποίες δεν μπορούμε να αγγίξουμε, τις οποίες οι θεσμοί και οι πρακτικές μας δεν τολμούν ακόμη να θίξουν, αντιθέσεις τις οποίες δεχόμαστε ως δεδομένες: για παράδειγμα, μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, του οικογενειακού και του κοινωνικού χώρου, του πολιτισμικού χώρου και του χώρου κοινής ωφέλειας, μεταξύ του χώρου αναψυχής και του χώρου εργασίας. Όλες αυτές οι αντιθέσεις εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μια δεδομένη ιερότητα. Το τεράστιο έργο του Bachelard, οι περιγραφές των φαινομενολόγων, μας έχουν δείξει ότι δεν ζούμε σε έναν ομοιογενή και άδειο χώρο, αλλά αντιθέτως, σε έναν χώρο εμποτισμένο με χαρακτηριστικά, έναν χώρο ίσως και στοιχειωμένο από τη φαντασίωση. Ο χώρος της πρωταρχικής μας αντίληψης, ο χώρος των ονείρων μας, ο χώρος των παθών μας, περικλείουν εγγενή χαρακτηριστικά. Πρόκειται για έναν χώρο ανάλαφρο, αιθέριο, διαφανή, ή ακόμη για έναν χώρο σκοτεινό, τραχύ, παραφορτωμένο: πρόκειται για έναν άνω χώρο, τον χώρο της κορυφής, ή αντίθετα έναν κάτω χώρο, τον χώρο της λάσπης. Ένας χώρος που μπορεί να ρέει όπως το γάργαρο νερό, ή ένας χώρος σταθερός, μαρμαρωμένος όπως η πέτρα ή το κρύσταλλο. Ωστόσο, αυτές οι αναλύσεις, ενώ είναι θεμελιώδεις για τον σύγχρονο προβληματισμό, αφορούν κυρίως τον εσωτερικό χώρο. Εγώ θα ήθελα να μιλήσω τώρα για τον εξωτερικό χώρο. Ο χώρος μέσα στον οποίο ζούμε, ο οποίος μας παρασύρει έξω από τον εαυτό μας, είναι ο χώρος όπου πραγματοποιείται όντως η διάβρωση της ζωής, του χρόνου και της ιστορίας μας, ο χώρος που μας κατατρώει και μας σημαδεύει είναι και ο ίδιος ένας ετερογενής χώρος. Με άλλα λόγια, δεν ζούμε σε ένα κενό, στο οποίο μπορεί κανείς να τοποθετήσει άτομα και πράγματα. Δεν ζούμε μέσα σε ένα κενό, που μπορεί να χρωματιστεί με διάφορες αποχρώσεις, αλλά σε ένα σύνολο από σχέσεις που προσδιορίζουν θέσεις απαράβατες και σε καμία περίπτωση υπερκείμενες μεταξύ τους. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να επιχειρήσει να περιγράψει αυτές τις διάφορες θέσεις, αναζητώντας το σύνολο των σχέσεων με βάση τις οποίες μπορούμε να προσδιορίσουμε την εν λόγω θέση. Για παράδειγμα, η περιγραφή του συνόλου των σχέσεων που προσδιορίζουν τις θέσεις διέλευσης, τις οδούς, τα τρένα (το τρένο είναι μια εξαιρετική δέσμη σχέσεων, καθώς αποτελεί κάτι με το οποίο κάποιος διέρχεται, μέσο με το οποίο κάποιος μπορεί να μεταφερθεί από ένα σημείο σε κάποιο άλλο και ταυτόχρονα ένα αντικείμενο που περνάει). Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε μέσω της δέσμης των σχέσεων που μας επιτρέπουν να τις προσδιορίσουμε, τις θέσεις αυτές της προσωρινής στάσης, όπως τα καφέ, οι κινηματογράφοι, οι παραλίες. Θα μπορούσαμε επίσης να προσδιορίσουμε, μέσω ενός τέτοιου δικτύου σχέσεων, τις κλειστές ή σχεδόν κλειστές θέσεις ανάπαυσης, όπως είναι το σπίτι, το δωμάτιο, το κρεβάτι, κλπ. Αυτό όμως που με ενδιαφέρει μεταξύ όλων των άλλων θέσεων είναι ορισμένες θέσεις οι οποίες διαθέτουν την παράδοξη ιδιότητα να συνδέονται με όλες τις άλλες θέσεις, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να αναιρούν, να εξουδετερώνουν ή να αντιστρέφουν το 3 σύνολο των σχέσεων τις οποίες τυγχάνει να καθορίζουν, να καθρεφτίζουν ή να αντανακλούν. Κατά κάποιον τρόπο, οι χώροι αυτοί, που συνδέονται με όλους τους άλλους, οι οποίοι ωστόσο αναιρούν όλες τις άλλες θέσεις, διαιρούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΕΣ Κατ’ αρχήν υπάρχουν ουτοπίες. Οι ουτοπίες, αποτελούν θέσεις χωρίς πραγματικό τόπο. Είναι οι θέσεις που διατηρούν με τον πραγματικό χώρο της κοινωνίας μία γενική σχέση άμεσης ή αντίστροφης αναλογίας. Αποτελούν έκφραση της ίδιας της κοινωνίας σε τελειοποιημένη μορφή, ή της ανάποδης πλευράς της κοινωνίας, αλλά σε κάθε περίπτωση, οι ουτοπίες αυτές αποτελούν ουσιαστικά μη πραγματικούς χώρους. Υπάρχουν εξίσου, και αυτό ίσως συμβαίνει σε κάθε κουλτούρα, σε κάθε πολιτισμό, πραγματικοί τόποι, τόποι λειτουργικοί, τόποι που έχουν σχεδιαστεί εντός του θεσμού ακόμη και της ίδιας της κοινωνίας, και οι οποίοι αποτελούν κάποιο είδος αντι-θέσεων, είδος ουτοπιών που έχουν γίνει πράξη, εντός των οποίων οι πραγματικές θέσεις, όλες οι υπόλοιπες πραγματικές θέσεις που μπορεί κανείς να βρει στο εσωτερικό μιας κουλτούρας αντιπροσωπεύονται ταυτόχρονα, αμφισβητούνται και ανατρέπονται. Υπάρχουν είδη τόπων που βρίσκονται έξω από όλους τους τόπους, ακόμη και αν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η τοποθεσία τους. Επειδή οι τόποι αυτοί είναι τελείως διαφορετικοί από όλες τις άλλες θέσεις τις οποίες αντανακλούν και στις οποίες αναφέρονται, θα τους αποκαλώ, σε αντίθεση με τις ουτοπίες, ετεροτοπίες. Πιστεύω ότι μεταξύ των ουτοπιών και των υπολοίπων εντελώς διαφορετικών θέσεων, αυτών των ετεροτοπιών, υπάρχει προφανώς ένα είδος μεικτής, ενδιάμεσης εμπειρίας, ένα είδος καθρέφτη. Άλλωστε ο καθρέφτης αποτελεί μία ουτοπία, αφού είναι ένας τόπος χωρίς τόπο. Στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου εκεί όπου δεν βρίσκομαι, σε έναν χώρο μη πραγματικό που ανοίγεται με εικονικό τρόπο κάτω από την επιφάνεια. Βρίσκομαι εκεί, σε μέρος όπου δεν βρίσκομαι, ένα είδος σκιάς που μου δίνει τη δυνατότητα να βλέπω τον εαυτό μου, που μου επιτρέπει να βλέπω τον εαυτό μου εκεί απ’ όπου απουσιάζω – αυτή είναι η ουτοπία του καθρέφτη. Αλλά είναι εξίσου μια ετεροτοπία, στο βαθμό όπου ο καθρέφτης υπάρχει στην πραγματικότητα και παρουσιάζει μια αντανάκλαση της θέσης στην οποία βρίσκομαι. Χάρη στον καθρέφτη ανακαλύπτω την απουσία μου από το μέρος όπου βρίσκομαι καθώς βλέπω εκεί τον εαυτό μου. Ξεκινώντας από αυτό το βλέμμα, το οποίο με κάποιον τρόπο στρέφεται προς εμένα, από το βάθος αυτού του εικονικού χώρου στην άλλη πλευρά του γυαλιού, επιστρέφω στον εαυτό μου και ξαναρχίζω να στρέφω το βλέμμα μου σε μένα και να τοποθετώ τον εαυτό μου στο σημείο όπου βρίσκομαι. Ο καθρέφτης λειτουργεί σαν μια ετεροτοπία υπό την έννοια ότι καθιστά το μέρος όπου βρίσκομαι τη στιγμή που κοιτάζομαι στο τζάμι ταυτόχρονα απολύτως πραγματικο, συνδεδεμένο με όλο το χώρο που το 4 περιβάλλει, και απολύτως μη πραγματικό, καθώς προκειμένου να γίνει αντιληπτό (το μέρος) είναι υποχρεωμένο να περάσει μέσα από αυτό το εικονικό σημείο που βρίσκεται εκεί. Όσον αφορά τις καθεαυτού ετεροτοπίες, πώς μπορούν να περιγραφούν; Ποιο είναι το νόημά τους; Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αποτελούν ένα είδος συστηματικής περιγραφής, δεν χρησιμοποιώ τον όρο επιστήμη επειδή πρόκειται για μία λέξη με υπερβολική συχνότητα χρήσης στις μέρες μας, μια περιγραφή η οποία, σε μια δεδομένη κοινωνία, θα μπορούσε να έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη, την ανάλυση, την περιγραφή, την «ανάγνωση», όπως προτιμούν ορισμένοι να την αποκαλούν στην εποχή μας, αυτών των διαφορετικών χώρων, των άλλων τόπων. Ένας χώρος μυθικής και ταυτόχρονα πραγματικής διεκδίκησης του χώρου στον οποίο ζούμε. Η περιγραφή αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί ετεροτοπολογία. Η πρώτη αρχή είναι ότι πιθανόν δεν υπάρχει καμία κουλτούρα στον κόσμο η οποία να μην δημιουργεί ετεροτοπίες. Αυτό αποτελεί σταθερά κάθε ανθρώπινης ομάδας. Οι ετεροτοπίες όμως λαμβάνουν φυσικά μορφές εντελώς διαφοροποιημένες, και ίσως κανείς δεν μπορεί να βρει μία μοναδική μορφή ετεροτοπίας η οποία θα είναι απολύτως παγκόσμια. Ωστόσο, μπορούμε να τις κατηγοριοποιήσουμε σε δύο μεγάλες ομάδες. Στις λεγόμενες “πρωτόγονες” κοινωνίες, υπάρχει μία συγκεκριμένη μορφή ετεροτοπιών τις οποίες εγώ ονομάζω ετεροτοπίες κρίσης, δηλαδή υπάρχουν τόποι προνομιούχοι, ή ιεροί, ή απαγορευμένοι, φυλαγμένοι για άτομα που βρίσκονται, αναφορικά με την κοινωνία και το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο ζουν, σε κατάσταση κρίσης: έφηβοι, γυναίκες τη διάρκεια της έμμηνου ρύσης, σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ηλικιωμένοι, κλπ. Στην κοινωνία μας, αυτές οι ετεροτοπίες κρίσης εξαφανίζονται διαρκώς, παρόλο που κάποιες εξακολουθούν να επιβιώνουν. Για παράδειγμα, το γυμνάσιο, υπό τη μορφή που είχε τον 19ο αιώνα, ή η στρατιωτική θητεία για τους άνδρες διαδραμάτισαν αναμφισβήτητα έναν τέτοιο ρόλο, οι πρώτες εκδηλώσεις της ανδρικής σεξουαλικότητας έπρεπε στην πραγματικότητα να πραγματοποιηθούν οπουδήποτε «αλλού», εκτός από την οικογένεια. Για τα κορίτσια, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, υπήρχε μία παράδοση που λεγόταν «ταξίδι του μέλιτος», η οποία αποτελούσε προγονικό ζήτημα. Η εκπαρθένευση της νεαρής κοπέλας δεν μπορούσε να συμβεί «πουθενά» και, τη στιγμή της πραγματοποίησής της το τρένο, το ταξίδι του μέλιτος, αποτελούσε πράγματι τον τόπο αυτού του πουθενά, αυτήν την ετεροτοπία χωρίς γεωγραφικά σημεία αναφοράς. Αυτές οι ετεροτοπίες κρίσης όμως εξαφανίζονται στις μέρες μας και αντικαθίστανται, κατά τη γνώμη μου, από ετεροτοπίες απόκλισης, όπως θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε: αυτές στις οποίες τοποθετούνται άτομα με συμπεριφορά αποκλίνουσα σε σχέση με το μέσο όρο ή κανόνα. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν τα αναρρωτήρια, οι ψυχιατρικές κλινικές και φυσικά οι φυλακές, και ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε χωρίς ενδοιασμό και τους οίκους ευγηρίας, οι οποίοι βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ετεροτοπίας 5 κρίσης και της ετεροτοπίας απόκλισης, αφού τελικά τα γηρατειά αποτελούν μια κρίση, αλλά και μια απόκλιση σε μια κοινωνία όπου οι δραστηριότητες αναψυχής είναι ο κανόνας και η αδράνεια αποτελεί μια μορφή απόκλισης. Η δεύτερη αρχή αυτής της περιγραφής των ετεροτοπιών, είναι ότι μια κοινωνία, κατά την ιστορική εξέλιξή της, μπορεί να κάνει μια ήδη υπάρχουσα ετεροτοπία, η οποία δεν εξαφανίστηκε ποτέ, να λειτουργήσει κατά τρόπο τελείως διαφορετικό. Πράγματι, κάθε ετεροτοπία διαθέτει μια σαφή και καθορισμένη λειτουργία σε μια κοινωνία, και η ίδια ετεροτοπία μπορεί, ανάλογα με την συγχρονικότητα της κουλτούρας στην οποία βρίσκεται να έχει μια διαφορετική λειτουργία. Παίρνω για παράδειγμα την παράξενη ετεροτοπία του νεκροταφείου. Το νεκροταφείο είναι σίγουρα ένας τόπος διαφορετικός από τους συνήθεις πολιτισμικούς χώρους. Πρόκειται για έναν χώρο ο οποίος συνδέεται κατά βάση με όλους τους χώρους μιας πόλης ή μιας κοινωνίας ή ενός χωριού, καθώς κάθε άτομο, κάθε οικογένεια έχει συγγενείς στο νεκροταφείο. Στη δυτική κουλτούρα, το νεκροταφείο πρακτικά υπήρχε πάντα. Έχει υποστεί όμως σημαντικές μεταβολές. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, το νεκροταφείο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, δίπλα στην εκκλησία προσφέροντας διάφορες δυνατότητες ταφής. Υπήρχε ο ομαδικός τάφος εντός του οποίου τα πτώματα έχαναν και το τελευταίο ίχνος ατομικότητας. Υπήρχαν ορισμένοι ατομικοί τάφοι, και υπήρχαν και τάφοι στο εσωτερικό της εκκλησίας. Οι τελευταίοι αυτοί τάφοι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, είτε απλές ταφόπλακες με μια επιγραφή, ή μαυσωλεία με αγάλματα. Το νεκροταφείο αυτό, το οποίο στεγαζόταν στον ιερό χώρο της εκκλησίας, έχει λάβει μια τελείως διαφορετική μορφή στους μοντέρνους πολιτισμούς και κατά παράξενο τρόπο, η δυτική κουλτούρα εγκαινίασε αυτό που αποκαλούμε λατρεία των νεκρών σε μία εποχή όπου ο πολιτισμός έχει γίνει, όπως λέμε πολύ γενικά, «άθεος». Κατά βάση, ήταν απόλυτα φυσικό σε μια εποχή αληθινής πίστης στην ανάσταση των νεκρών και στην αθανασία της ψυχής να μην αποδίδεται η δέουσα σημασία στις σορούς των νεκρών. Αντιθέτως, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν είναι πλέον απολύτως σίγουροι ότι έχουν ψυχή, ή ότι το σώμα τους θα αναστηθεί, πρέπει ίσως να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην σορό του νεκρού, που αποτελεί εν τέλει το μοναδικό ίχνος της ύπαρξής μας ανάμεσα στον κόσμο και τις λέξεις. Σε κάθε περίπτωση, μόλις από τις αρχές του 19ου αιώνα έχει ο καθένας μας το δικαίωμα στο μικρό κουτί του για την μικρή προσωπική του αποσύνθεση. Από την άλλη πλευρά όμως, μόλις από τις αρχές του 19ου αιώνα τα νεκροταφεία άρχισαν να τοποθετούνται στα εξωτερικά όρια των πόλεων. Σε συνάρτηση με αυτήν την εξατομίκευση του θανάτου και την μικροαστική ιδιοποίηση του νεκροταφείου γεννήθηκε η εμμονή του θανάτου ως «ασθένεια». Οι νεκροί θεωρούνται ότι φέρνουν αρρώστιες στους ζωντανούς, και η παρουσία και η εγγύτητα των νεκρών πολύ κοντά στα σπίτια, πολύ κοντά στην εκκλησία, σχεδόν στη μέση του δρόμου, 6 είναι αυτή που διασπείρει τον ίδιο τον θάνατο. Το μεγάλο αυτό ζήτημα της ασθένειας που μεταδίδεται από τα νεκροταφεία παρέμεινε έως το τέλος του 18ου αιώνα και μόνο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ξεκίνησαν οι μετακινήσεις των νεκροταφείων προς τα προάστια. Τα νεκροταφεία δεν αποτελούσαν πλέον τον ιερό και αθάνατο άνεμο της πόλης, αλλά την «άλλη πόλη», όπου κάθε οικογένεια κατέχει τη δική της σκοτεινή κατοικία. Τρίτη αρχή. Η ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό τόπο πολλούς χώρους, πολλές θέσεις οι οποίες από μόνες τους είναι ασυμβατές. Με αυτόν τον τρόπο το θέατρο κάνει να διαδέχονται ο ένας τον άλλον στο ορθογώνιο της σκηνής μία σειρά από τόπους ξένους μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο ο κινηματογράφος αποτελεί μια πολύ παράξενη ορθογώνια αίθουσα, στο βάθος της οποίας, σε μια οθόνη δύο διαστάσεων, βλέπουμε να προβάλλεται ένας χώρος τριών διαστάσεων. Ίσως όμως το πιο παλαιό παράδειγμα αυτών των ετεροτοπιών, υπό μορφή αντιφατικών τοποθεσιών, είναι ο κήπος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κήπος, θαυμάσια δημιουργία ηλικίας σήμερα χιλιάδων ετών, είχε στην ανατολή βαθύτερες και υπερκείμενες μεταξύ τους σημασίες. Ο παραδοσιακός περσικός κήπος αποτελούσε έναν ιερό χώρο ο οποίος έπρεπε να συνενώνει στο κέντρο του ορθογωνίου του τέσσερα σημεία που αντιπροσώπευαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, με έναν χώρο ακόμη πιο ιερό από τους άλλους, που ήταν σαν ομφαλός, ο ομφαλός του κόσμου και το κέντρο του (όπου βρισκόταν η λεκάνη και το σιντριβάνι). Όλη η βλάστηση του κήπου έπρεπε να κατανέμεται σε αυτόν τον χώρο, σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Όσον αφορά τα χαλιά, αρχικά ήταν αναπαραστάσεις κήπων. Ο κήπος είναι ένα χαλί όπου ολόκληρος ο κόσμος πετυχαίνει την συμβολική του τελειότητα, και το χαλί είναι ένα είδος κινητού κήπου μέσα στο χώρο. Ο κήπος είναι το πιο μικρό κομμάτι του κόσμου και επιπλέον είναι ολόκληρος ο κόσμος. Από τα βάθη της αρχαιότητας ο κήπος είναι ένα είδος ευτυχούς και καθολικής ετεροτοπίας (εξ ου και οι ζωολογικοί κήποι μας). Τέταρτη αρχή. Οι ετεροτοπίες συνδέονται πολύ συχνά με τμήματα του χρόνου, δηλαδή ανοίγονται σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κατά πλήρη αντιστοιχία, ετεροχρονισμούς. Η ετεροτοπία ξεκινάει να λειτουργεί πλήρως όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα είδος απόλυτης ρήξης με τον παραδοσιακό τους χρόνο. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το νεκροταφείο αποτελεί πράγματι έναν τόπο σαφώς ετεροτοπικό, καθώς για το άτομο το νεκροταφείο ξεκινάει με αυτήν την παράξενη ετεροχρονία, την απώλεια της ζωής, και με αυτήν την οιονεί αιωνιότητα όπου δεν σταματάει να αποσυντίθεται και να ξεθωριάζει. Κατά έναν γενικό τρόπο, σε μια κοινωνία όπως η δική μας, η ετεροτοπία και η ετεροχρονία οργανώνονται και διευθετούνται με έναν σχετικά περίπλοκο τρόπο. Υπάρχουν κατ’ αρχήν οι ετεροτοπίες του χρόνου που συσσωρεύονται στο άπειρο, όπως για παράδειγμα τα μουσεία και οι βιβλιοθήκες. Τα μουσεία και οι βιβλιοθήκες αποτελούν ετεροτοπίες στις οποίες ο χρόνος 7 δεν σταματά να συσσωρεύεται και να σκαρφαλώνει στο ζενίθ του, ενώ τον 17ο αιώνα, ακόμη και στα τέλη, του τα μουσεία και οι βιβλιοθήκες αποτελούσαν έκφραση ατομικής επιλογής. Αντιθέτως, η ιδέα της συσσώρευσης των πάντων, η ιδέα του σχηματισμού ενός είδους γενικού αρχείου, η θέληση να κλειστεί σε έναν τόπο όλος ο χρόνος, όλες οι εποχές, οι φόρμες και οι προτιμήσεις, η ιδέα της δημιουργίας ενός τόπου που θα συγκεντρώνει όλους τους χρόνους και που θα είναι ο ίδιος εκτός χρόνου και στο απυρόβλητο του χρόνου, το σχέδιο της οργάνωσης κατ’ αυτόν τον τρόπο της ατέρμονης και αόριστης συσσώρευσης του χρόνου σε έναν ακίνητο τόπο, ε λοιπόν όλα αυτά ανήκουν στη δική μας σύγχρονη εποχή. Τα μουσεία και οι βιβλιοθήκες αποτελούν ετεροτοπίες που αρμόζουν στη δυτική κουλτούρα του 19ου αιώνα. Απέναντι σε αυτές τις ετεροτοπίες που συνδέονται με τη συσσώρευση του χρόνου, υπάρχουν ετεροτοπίες που συνδέονται αντίθετα με τον χρόνο στην πιο άσκοπη, πιο εφήμερη, πιο αβέβαιη εκδοχή του, υπό τη μορφή της γιορτής. Πρόκειται για ετεροτοπίες όχι πια αιώνιες, αλλά απολύτως χρονικές. Τέτοιου είδους ετεροτοπίες είναι τα πανηγύρια, αυτές οι θαυμάσιες άδειες τοποθεσίες στις άκρες των πόλεων, που γεμίζουν μία ή δύο φορές το χρόνο, με παραπήγματα, εκθέσεις εμπορευμάτων, ετερόκλητα αντικείμενα, παλαιστές, γυναίκες – φίδια, χαρτορίχτρες. Αρκετά πρόσφατα, ανακαλύφθηκε μια καινούρια χρονική ετεροτοπία, πρόκειται για τα χωριά των διακοπών. Αυτά τα χωριά της Πολυνησίας προσφέρουν τρεις εβδομάδες πρωτόγονης και διαρκούς γύμνιας για τους κατοίκους των πόλεων. Επιπλέον, βλέπουμε ότι από τις δύο μορφές της ετεροτοπίας, ενώνονται εδώ η γιορτή και η αιωνιότητα του χρόνου που συσσωρεύεται, τα ψάθινα καπέλα της Djerba συγγενεύουν με τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία, γιατί, η ανακάλυψη της ζωής της Πολυνησίας, καταργεί το χρόνο, αλλά είναι εξίσου ο χρόνος που ανακαλύπτεται εκ νέου, είναι ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας που επιστρέφει στην αφετηρία της σαν να επρόκειτο για ένα είδος μεγάλης γνώσης που αποκαλύπτεται ξαφνικά. Πέμπτη αρχή. Οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντοτε την ύπαρξη ενός συστήματος ανοίγματος και κλεισίματος το οποίο τις απομονώνει και συγχρόνως τις καθιστά προσπελάσιμες. Γενικώς, ένας ετεροτοπικός τόπος δεν είναι τόσο ελεύθερα προσβάσιμος. Ή εξαναγκαζόμαστε να βρεθούμε εκεί, όπως στην περίπτωση ενός στρατώνα, μιας φυλακής, ή πρέπει να συμμετέχουμε σε ιεροτελεστίες και εξαγνισμούς. Δεν μπορούμε να εισέλθουμε εάν δεν διαθέτουμε μια ειδική άδεια και αφού επιτελέσουμε συγκεκριμένες κινήσεις. Υπάρχουν άλλωστε ετεροτοπίες που είναι αποκλειστικά αφιερωμένες στις δραστηριότητες κάθαρσης, κάθαρση που είναι εν μέρει θρησκευτική και εν μέρει ζήτημα υγιεινής, όπως στα χαμάμ των μουσουλμάνων, ή ακόμη κάθαρση για καθαρά λόγους υγιεινής, όπως στις σκανδιναβικές σάουνες. Αντίθετα, υπάρχουν και άλλες ετεροτοπίες που φαίνονται σαν αγνά και απλά ανοίγματα, αλλά γενικώς κρύβουν παράξενους αποκλεισμούς. Όλοι μπορούν να εισέλθουν σε αυτές τις 8 ετεροτοπικές τοποθεσίες, αλλά για να πούμε την αλήθεια δεν είναι παρά μόνο μια ψευδαίσθηση: πιστεύεις ότι μπαίνεις και από το γεγονός και μόνο ότι μπαίνεις, αποκλείεσαι. Σκέφτομαι για παράδειγμα αυτά τα φημισμένα δωμάτια που υπήρχαν στα μεγάλα αγροκτήματα της Βραζιλίας και γενικότερα της Νότιας Αμερικής. Η πόρτα εισόδου δεν οδηγούσε στον κεντρικό χώρο όπου ζούσε η οικογένεια και κάθε άτομο που περνούσε, κάθε ταξιδιώτης είχε το δικαίωμα να σπρώξει αυτήν την πόρτα, να μπει στο δωμάτιο και έπειτα να κοιμηθεί εκεί για μία νύχτα. Και όμως αυτά τα δωμάτια ήταν τέτοια που το άτομο που περνούσε εκεί τη νύχτα δεν είχε ποτέ πρόσβαση ούτε καν στην αυλή της οικογένειας. Ήταν ένας περαστικός φιλοξενούμενος, δεν ήταν πραγματικά προσκεκλημένος. Αυτό το είδος της ετεροτοπίας, που έχει πρακτικά εξαφανιστεί από τον πολιτισμό μας, θα μπορούσαμε να το βρούμε στα φημισμένα δωμάτια των αμερικάνικων μοτέλ όπου πηγαίνει κανείς με το αυτοκίνητο και την ερωμένη του και όπου η παράνομη σεξουαλικότητα βρίσκεται συγχρόνως απολύτως προστατευμένη και καλυμμένη, απομονωμένη, χωρίς ωστόσο να αφήνεται ελεύθερη. Έκτη αρχή. Το τελευταίο χαρακτηριστικό των ετεροτοπιών είναι ότι διαθέτουν μία λειτουργία σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο. Η λειτουργία αυτή ξετυλίγεται μεταξύ δύο αντίθετων πόλων. Είτε έχουν ως ρόλο να δημιουργήσουν έναν χώρο ψευδαισθήσεων ο οποίος καταγγέλλει σαν ακόμη πιο απατηλό κάθε πραγματικό χώρο, όλες τις τοποθεσίες στο εσωτερικό των οποίων η ανθρώπινη ζωή είναι οριοθετημένη. Ίσως αυτός να είναι ο ρόλος που διαδραμάτισαν για πολύ καιρό οι περίφημοι οίκοι ανοχής, τους οποίους τώρα στερούμαστε. Είτε, αντιθέτως, δημιουργώντας έναν άλλο χώρο, έναν πραγματικό χώρο, τόσο τέλειο, τόσο σχολαστικό, τόσο καλά συγκροτημένο που ο δικός μας να φαίνεται αποδιοργανωμένος, άσχημα διευθετημένος και πρόχειρος. Αυτή δεν θα ήταν η ετεροτοπία της ψευδαίσθησης αλλά της αντιστάθμισης. Αναρωτιέμαι λοιπόν, εάν δεν είναι αυτός πάνω κάτω ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν ορισμένες αποικίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αποικίες διαδραμάτισαν τον ρόλο της ετεροτοπίας σε επίπεδο γενικής οργάνωσης του επίγειου χώρου. Εννοώ για παράδειγμα το πρώτο κύμα αποικισμού τον 17ο αιώνα, αυτών των πουριτανικών κοινωνιών που ίδρυσαν οι Άγγλοι στην Αμερική και οι οποίες αποτελούσαν άλλους τόπους απολύτως τέλειους . Σκέφτομαι ακόμη αυτές τις ασυνήθιστες αποικίες Ιησουιτών οι οποίες ιδρύθηκαν στη Νότιο Αμερική: θαυμάσιες αποικίες, πλήρως οργανωμένες, μέσα στις οποίες επιτυγχανόταν πράγματι η ανθρώπινη τελειότητα. Οι Ιησουίτες της Παραγουάης δημιούργησαν αποικίες στις οποίες η ύπαρξη ρυθμιζόταν από κανόνες σε κάθε έκφανσή της. Το χωριό ήταν κατανεμημένο σύμφωνα με μια αυστηρή διάταξη γύρω από μια ορθογώνια πλατεία στο κέντρο της οποίας υπήρχε μια εκκλησία. Στην μία πλευρά υπήρχε το σχολείο, στην άλλη το νεκροταφείο, και τέλος μπροστά από την εκκλησία ξεκινούσε μια λεωφόρος που διασταυρωνόταν με μία άλλη 9 σχηματίζοντας ορθή γωνία. Κάθε οικογένεια είχε τη δική της καλύβα κατά μήκος αυτών των δύο αξόνων, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπαραγόταν πιστά το σημείο του σταυρού. Ο χριστιανισμός άφηνε το θεμελιώδες σημάδι του τόσο στον χώρο όσο και στη γεωγραφία του αμερικανικού κόσμου. Η καθημερινή ζωή των ανθρώπων δεν ρυθμιζόταν με τη σφυρίχτρα αλλά με την καμπάνα. Η έγερση ήταν προγραμματισμένη για όλους την ίδια ώρα, η δουλειά ξεκινούσε την ίδια ώρα για όλους. Τα γεύματα ήταν το μεσημέρι και στις πέντε η ώρα. Έπειτα, υπήρχε ώρα ύπνου και τα μεσάνυχτα υπήρχε το λεγόμενο συζυγικό ξύπνημα, δηλαδή όταν χτυπούσε η καμπάνα του μοναστηριού, καθένας εκπλήρωνε το καθήκον του. Οι οίκοι ανοχής και οι αποικίες αποτελούν δύο ακραίες μορφές ετεροτοπίας, και αν συλλογιστούμε ότι, εν τέλει, το πλοίο δεν είναι παρά ένα κομμάτι που επιπλέει στο χώρο, ένας τόπος χωρίς τόπο, που ζει για τον εαυτό του, που κλείνεται στον εαυτό του και αφήνεται ταυτόχρονα στην απεραντοσύνη της θάλασσας, από λιμάνι σε λιμάνι, από βάρδια σε βάρδια, από οίκο ανοχής σε οίκο ανοχής και φτάνει ως τις αποικίες για να αναζητήσει ό,τι πιο πολύτιμο κρύβουν μες στους κήπους τους, καταλαβαίνουμε γιατί το πλοίο αποτελεί για τον πολιτισμό μας, ήδη από τον 16ο αιώνα μέχρι και σήμερα όχι μόνο το σπουδαιότερο μέσο οικονομικής ανάπτυξης (δεν είναι άλλωστε αυτό το θέμα που με απασχολεί εδώ), αλλά και τη σημαντικότερη πηγή φαντασίας. Το πλοίο είναι η κατεξοχήν ετεροτοπία. Στους πολιτισμούς που δεν υπάρχουν πλοία τα όνειρα στερεύουν, η κατασκοπεία αντικαθιστά την περιπέτεια και η αστυνομία τους πειρατές. Το κείμενο αυτό γράφτηκε στην Τυνησία το 1967 και δημοσιεύθηκε την άνοιξη του 1984. Μισέλ Φουκώ, Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων (διάλεξη στη λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών, 14 Μαρτίου 1967). Architecture, Mouvement, Continuité, τεύχος 5o, Οκτώβριος 1984, 46-49. 10

24 Απριλίου 2015

Filed under: SELFPORTRAIT,UNCLASSIFIED 1 — admin @ 09:56
Αναζητώντας την προσωπικότητα μου ψάχνοντας βαθιά μέσα μου είδα τη θάλασσα. Ξεκινώντας από την καθημερινή ζωή και τις δουλειές του σπιτιού, ταξίδεψα μέσα από τον ήχο της σταγόνας, στα ταξίδια που κάνουν τα κύματα, τον αφρό που χαϊδεύει τη θάλασσα και το αλμυρό  νερό που σκεπάζει την καυτή άμμο του καλοκαιριού.
Καθώς περνάει απ΄το μυαλό μου η εικόνα του νερού της θάλασσας που κυματίζει, σκέφτηκα τα ταξίδια της ζωής, τα δρομολόγια με λεωφορεία και τρένα, τα γράμματα ανθρώπων που αγαπάς και νοιάζεσαι, τα χρώματα που βλέπεις έξω από το παράθυρο. Το μπλε και το κόκκινο, του ουρανού και της θάλασσας, όταν οι ακτίνες του ηλίου διαθλούν το αλμυρό νερό και δημιουργείται μια γλυκιά αίσθηση ευφορίας, χαράς, αισιοδοξίας, ηρεμίας και δύναμης.
Απ το βυθό της θάλασσας, εκεί που οι ακτίνες αδυνατούν να φανούν και το φώς γίνεται σκοτάδι, ανεβαίνουμε στον ουρανό κοιτώντας τα αστέρια που λάμπουν, ξέροντας πως αυτό που βλέπουμε, έχει γίνει χρόνια πριν, συνδέουμε τον χρόνο  με τα ταξίδια και το παρόν, όπως η εικόνα του λαμπερού άστρου ταξιδεύει και φτάνει στο οπτικό μας πεδίο, έτσι και στη  ζωή ταξιδεύουμε για να φτάσουμε στη λάμψη των συναισθημάτων..


22 Απριλίου 2015

3d modeling

Dolphin 3d modeling

21 Απριλίου 2015

Filed under: UNCLASSIFIED 1 — admin @ 09:56
Εργασίες 2ου εξαμήνου ακαδημαϊκού έτους 2014-2015
αυτοπροσωπογραφία
Λ.Α. (λαϊκή αγορά)
instalation
παρουσίαση ψηφιακού καλλιτέχνη ( πηγή πληροφοριών ubu.com )
αντικείμενο
ανθρώπινο σώμα
stop motion animation θεματολογία: όνειρο
σχέση εικόνας – ήχου * 12 ασκήσεις, βίντεο από 30″ εως 1 λεπτού με -εικόνα χωρίς ήχο
                                                                                                                -ήχο χωρίς εικόνα
                                                                                                                -ήχος που προηγείται της εικόνας
                                                                                                                -εικόνα που προηγείται του ήχου
                                                                                                                -συγχρονισμένη εικόνα με ήχο
                                                                                                                -συγχρονισμένη εικόνα με ήχο για ορισμένα αντικείμενα
                                                                                                                -εικόνα που παραπέμπει σε άλλα ακούσματα
                                                                                                               -ψυχολογική διάθεση
                                                                                                               -αφήγηση
                                                                                                               -υπερβολή
θέματα πάνω στη καθημερινότητα, λ.χ φαγητό, ελ. χρόνος, κοινωνικότητα, επικοινωνία, ύπνος, ντύσιμο*

3 Απριλίου 2015

Filed under: UNCLASSIFIED 1 — admin @ 16:53
http://floridaslaiki.blogspot.gr/2013/01/blog-post_5651.html

Νίκος Δασκαλοθανάσης Το εικαστικό βίντεο

Filed under: UNCLASSIFIED 1,ΚΕΙΜΕΝΑ — admin @ 11:09
Νίκος Δασκαλοθανάσης
Το εικαστικό βίντεο
Ι. Θεωρία
Oρώ, βλέπω, σπαν. αισθάνομαι αλλά και εννοώ, κατανοώ. Να κάποιες από τις σημασίες που δίνει ο Κουμανούδης στο λατινοελληνικό λεξικό του για το ρήμα video. Από τη δεκαετία του 1960 το ίδιο ρήμα, ουσιαστικοποιημένο, σημαίνει, στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, έναν τύπο μαγνητικής ταινίας για την καταγραφή ήχου και εικόνας, το ίδιο το περιεχόμενο αυτής της ταινίας, τα αντίγραφά της, το «μηχάνημα» εντός του οποίου λειτουργεί αλλά και ένα «εργαλείο» (με το κατάλληλο, δεύτερο συνθετικό) και βεβαίως μια διαδικασία (μα και ένα χώρο) καταγραφής και προβολής. Σε αυτή την πολλαπλότητα των εννοιών, που σίγουρα δεν εξαντλήθηκε εδώ, έρχεται να προστεθεί και μια πολλαπλότητα χρήσεων: ταινίες κινηματογραφικού τύπου για ιδιωτική ή δημόσια προβολή μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας, παιχνίδια, μουσικά και διαφημιστικά βίντεο, ερασιτεχνικές ταινίες αναμνηστικού τύπου, κλειστά κυκλώματα με στόχο την επιτήρηση, τεκμηριωτική καταγραφή για ιστορικούς, πολιτικούς ή νομικούς λόγους. Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα σημασιών και χρήσεων το εικαστικό βίντεο [1] ορίζεται ίσως με τον πιο δύσκολο τρόπο. Και τούτο γιατί, οποιαδήποτε σχετική απόπειρα προσκρούει αναπόφευκτα στην απουσία μιας γενικής, συστηματικής, επεξεργασμένης θεωρίας του βίντεο (συνέπεια της περίπλοκης, υβριδικής υφής του αλλά και της μικρής του ιστορίας). Αν σε αυτή την έλλειψη προστεθεί και η κρίση του καθεστώτος του ίδιου του έργου τέχνης που μαστίζει τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή δεν μοιάζει παράξενο το γεγονός πως το εικαστικό βίντεο παραμένει «εντελώς ασαφώς τοποθετημένο σε κάποιο σημείο της διαδρομής ανάμεσα στην τηλεόραση και το μουσείο» [2] . Παρ’ ολ’ αυτά, ένα corpus, ετερόκλητων είναι αλήθεια, σχετικών κειμένων έχει ήδη συσσωρευτεί [3] . Υπάρχουν άραγε κάποιες κοινές παράμετροι που να οροθετούν αυτό τον «προβληματικό», από θεωρητική τουλάχιστον άποψη, χώρο; Αναζητώντας την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα θα παραθέσουμε στη συνέχεια ορισμένες από αυτές τις παραμέτρους, ως «ημιτελή προτάγματα». Στόχος, η καταγραφή κάποιων όρων τοποθέτησης ενός ζητήματος που, εκ των πραγμάτων, αποτελεί πλέον έναν καθιερωμένο τρόπο έκφρασης ο οποίος αφορά, και στην Ελλάδα, μια αυξανόμενη ομάδα καλλιτεχνών [4] :
-Η «κατασκευαστική», αποσπασματική διαδικασία του μοντάζ, θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κινηματογράφου, αποκτά στο βίντεο [5] διαφορετική σημασία: η «γλώσσα» του μοιάζει να χαρακτηρίζεται από ένα δομικό continuum [6] .
-Το βίντεο λειτουργεί εκτός του κύκλου της αποτύπωσης της εικόνας μέσω φωτοχημικών μεθόδων επεξεργασίας που άνοιξε με τη φωτογραφική πλάκα και έκλεισε με το κινηματογραφικό φιλμ.
-Το βίντεο μπορεί, σε αντίθεση με τον κινηματογράφο, να παραχθεί αμέσως και επί τόπου. Όχι μόνο η εγγραφή αλλά και η εκπομπή ή η αναπαραγωγή του βρίσκονται σε κατάσταση «συγχρονίας» με την έννοια του αισθητού χρόνου, δηλαδή του χρόνου του παρατηρητή. Το βίντεο έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει μιαν άμεση, βιωματική σχέση με τον θεατή του ο οποίος μπορεί, την ίδια στιγμή να είναι το αντικείμενο αλλά και το υποκείμενο της θέασης. Αυτό το χαρακτηριστικό θέτει ζητήματα σχέσεων πραγματικότητας και αναπαράστασης. Επιπλέον, το γεγονός ότι το βίντεο προσεγγίζεται «εμπειρικά» και όχι «εννοιολογικά», αυξάνει τις διαδραστικές του δυνατότητες.
-Αν η έννοια της «σωματικότητας» αποτελεί πράγματι ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της γλυπτικής [7] τότε το βίντεο, σε αυτό το σημείο και παρά τον καταφανώς «οπτικό» του χαρακτήρα, συνδέεται περισσότερο με την γλυπτική απ’ ότι με τη ζωγραφική. Η εξάρτηση του βίντεο από τον υλικό φορέα της εκπομπής του (θεωρητικά, το βίντεο «αναδύεται» από το ad hoc εγκατεστημένο μόνιτορ και δεν «προβάλλεται», όπως στον κινηματογράφο, επί της προεγκατεστημένης, σταθερών διαστάσεων, οθόνης), το συνδέει ευθέως με τα προβλήματα του τρισδιάστατου χώρου και των εγκαταστάσεων.
-Το βίντεο θέτει ορισμένες καινούριες συνισταμένες σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του πλαισίου της εικόνας. Ο ζωγραφικός πίνακας, από την Αναγέννηση και μετά, άνοιξε ένα «παράθυρο στη φύση» του οποίου τα σαφή όρια ταυτίζονταν με το πλαίσιο του πίνακα. Η φωτογραφία σχετικοποίησε αυτά τα όρια με την καλλιέργεια της άμεσης σχέσης μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης. Ο κινηματογράφος, με τη σειρά του, ώθησε στα άκρα τούτη τη διαδικασία εφόσον η ρευστότητα του κινηματογραφικού καρέ (το αντίστοιχο του πλαισίου του ζωγραφικού πίνακα) συνδέθηκε οργανικά με την αέναη κίνηση των εικόνων του πραγματικού κόσμου. Το βίντεο μετέφερε αυτή την προβληματική στο εσωτερικό της ίδιας της αναπαράστασης. Η τεχνική της «εικόνας μέσα στην εικόνα», ως δομικό στοιχείο μιας νέας συντακτικής γλώσσας, αποτελεί το πιο κοινότοπο παράδειγμα εκδήλωσης αυτού του φαινομένου. Η συστηματική υπονόμευση των παραδοσιακών «νόμων» της αναπαράστασης είναι τώρα γενικευμένη αφού η «δημοκρατική» χρήση του βίντεο επιτρέπει σε όλους την προσωπική παρέμβαση επί της εικόνας μέσω της εφαρμογής μιας σειράς απλών χειρισμών.
-Το βίντεο αποτελεί, κατά κύριο λόγο, μια μη αφηγηματική εκφραστική μορφή. Τα αντιαφηγηματικά του χαρακτηριστικά δεν συνδέονται μόνο με το περιεχόμενο και την τεχνική κατασκευής της εικόνας ή την υπαγωγή του έργου στη λογική της εγκατάστασης αλλά αφορούν και την ίδια του την πρόσληψη. Ο θεατής μπορεί να αναδιατάξει, κατά βούληση, τα μέρη που απαρτίζουν το σύνολο, να επιλέξει το χρόνο παρακολούθησης, να υιοθετήσει την οπτική που επιθυμεί σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια. Η ανταπόκριση στην αφηγηματική λογική του δημιουργού, η τήρηση ενός προεπιλεγμένου χρόνου παρακολούθησης και η «ακίνητη» θέαση του έργου από συγκεκριμένη οπτική γωνία αποτελούν χαρακτηριστικά του κινηματογράφου και όχι του βίντεο.
-Από θεσμική άποψη, ο χώρος εντός του οποίου λειτουργεί το βίντεο θέτει νέα ζητήματα. Αν η παραδοσιακή τέχνη συμβαδίζει με την περιπέτεια του μουσείου, αν η φωτογραφία χρησιμοποίησε ως φορέα της την έντυπη μορφή την «εποχή των μαζών» και αν η κινηματογραφική ταινία βρίσκει τον φυσικό της χώρο στις αίθουσες ευρείας προσβασιμότητας, το βίντεο έχει ιδιωτικότερο χαρακτήρα: παρακολουθείται ταυτόχρονα από μικρές ομάδες θεατών, αναπαράγεται σε μικρό χώρο που συχνά «εξαϋλώνεται» ή μεταμορφώνεται όταν οι τοίχοι μετατρέπονται σε οθόνες ή υποκαθίστανται από αυτές [8] .
-Τέλος, ένα ειδικό πρόβλημα που αφορά τον ορισμό της ίδιας της φύσης του βίντεο: η «βιντεοσκοπημένη» καλλιτεχνική διαδικασία που επαναπροβάλλεται στο χώρο του μουσείου ανήκει άραγε πράγματι στην κατηγορία του εικαστικού βίντεο ή εδώ κατατάσσονται αποκλειστικά και μόνο όσα έργα συγκροτούν μια πρωτογενή έκφραση;
 «Δεν είμαι σίγουρος πως διαθέτω την κατάλληλη έννοια για ό,τι αποκαλούμε σήμερα ‘βίντεο’ και κυρίως εικαστικό βίντεο’…Νομίζω (videor) πως δεν υπάρχει ουσιαστική συνάφεια μεταξύ των πραγμάτων…που τοποθετούμε κάτω από αυτό το όνομα» [9] . Μπορεί αναμφίβολα κανείς να προσυπογράψει τον σκεπτικισμό του φιλοσόφου προσθέτοντας ωστόσο την μικρή παρενθετική φράση: «αυτή τη στιγμή». Με αυτή την έννοια, όσα προτείνονται σε τούτο το άτακτο και πρόχειρο σημείωμα πρέπει να εκληφθούν περισσότερο ως ικανές και λιγότερο ως αναγκαίες, συνθήκες ορισμού του εικαστικού βίντεο με στόχο όχι τόσο μια «στεγανή» οροθέτηση (αυτές οι συνθήκες ισχύουν δυνητικά και για το μη εικαστικό βίντεο) στο πλαίσιο μιας, ούτως ή άλλως, μάλλον προβληματικής θεωρητικής κατηγορίας [10] αλλά μάλλον την επισήμανση ορισμένων γενικών χαρακτηριστικών ικανών να καλλιεργηθούν από έναν συγκεκριμένο τύπο καλλιτεχνικής έκφρασης που, θα το ξαναπούμε, απασχολεί και στην Ελλάδα όλο και περισσότερους καλλιτέχνες. Απόδειξη, η ίδια η εκδήλωση «Πενθήμερο εικαστικών βίντεο» που διοργανώνει η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
ΙΙ. Ιστορία
Η ιστορία [11] του εικαστικού βίντεο συνδέεται στενά τόσο με την τεχνολογική εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών του όψιμου μεταπολέμου όσο και με την ευρύτερη προβληματική των καλλιτεχνικών τάσεων, την ίδια περίοδο. Ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά αυτών των τάσεων είναι και η πολυδιάστατη διερεύνηση των όρων ύπαρξης του ίδιου του καλλιτεχνικού έργου μέσω μιας μετατόπισης του ενδιαφέροντος από το αντικείμενο προς τις, συχνά «άυλη» διαδικασία συγκρότησης του ως ειδικής εννοιολογικής κατηγορίας. Με αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι πρώτοι πειραματισμοί στον τομέα του βίντεο ξεκινούν από την «επίθεση» εναντίον του ίδιου του υλικού του φορέα, δηλαδή του τηλεοπτικού μόνιτορ. Τα ιδιότυπα κολάζ τηλεοράσεων του Wolf Vostell, το 1958, και οι παραμορφωτική επέμβαση, μέσω μαγνητών, επί της τηλεοπτικής εικόνας του Ναμ Τζουν Πάικ, το 1959, αποτελούν κάποιες από τις εναρκτήριες ενέργειες στις οποίες συνήθως παραπέμπουν και οι πλέον συνοπτικές αναφορές στην ιστορία του εικαστικού βίντεο [12] . Ο Ναμ Τζουν Πάικ, που θεωρείται ο πρωτοπόρος του χώρου, αποκτά τεχνολογικό εξοπλισμό για εγγραφή βίντεο [13] μόνο μετά το 1965, όταν φτάνει στη Νέα Υόρκη, οπότε και αρχίζει να πειραματίζεται συστηματικά –χωρίς να είναι φυσικά και ο μόνος [14] – και με την παραγωγή της «άυλης» εικόνας. Το ειδικό χαρακτηριστικό των έργων του Ναμ Τζουν Πάικ είναι ότι δεν επιχειρούν να αποτελέσουν εναλλακτικές εκδοχές του κινηματογράφου αλλά απόπειρες συγκρότησης μιας νέας, αυτόνομης έκφρασης με ένα διαφορετικό μέσο. Είναι επίσης ενδεικτικό πως ό,τι θεωρείται το πρώτο βίντεο που προβλήθηκε σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον είναι η βιντεοσκόπηση της επίσκεψης του Πάπα Παύλου ΣΤ´ στη Νέα Υόρκη από τον Πάικ. Το βίντεο προβλήθηκε στο Café a Go Go στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της τοπικής ομάδας Fluxus [15] . Το περιεχόμενο του βίντεο αλλά και η εμπλοκή του Πάικ, όπως φυσικά και του Vostell, με το Fluxus σηματοδοτούν την καταρχήν κοινωνική και ανατρεπτική καταγωγή του εικαστικού βίντεο.
Στη δεκαετία του 1970 το εικαστικό βίντεο μοιάζει να κερδίζει συνεχώς έδαφος, ιδίως στις ΗΠΑ. Το βίντεο, έχει πλέον υπερβεί την αυστηρά εμπορική ή ερευνητική του χρήση και είναι τώρα ευρέως προσβάσιμο. Θα μπορούσε ίσως κανείς να αποτολμήσει μια διάκριση ως προς την κατεύθυνση που ακολουθεί το βίντεο στην Αμερική, από τη μια, και στην Ευρώπη, από την άλλη. Στην πρώτη περίπτωση επικρατεί ο πειραματισμός και η αναζήτηση μιας αυτόνομης εικαστικής γλώσσας ενώ στη δεύτερη, η θεωρητική και τεκμηριωτική διερεύνηση του μέσου καθώς και η απόπειρα κοινωνικής του χρήσης μέσω του υπάρχοντος δικτύου επικοινωνίας, κυρίως του τηλεοπτικού. Η επικράτηση των εννοιολογικών τάσεων και η καλπάζουσα «πληροφοριοποίηση» των δυτικών κοινωνιών έπαιξαν φυσικά και στις δυο περιπτώσεις σημαντικό ρόλο.
Ως προς την έναρξη μιας διαδικασίας θεσμικής νομιμοποίησης του εικαστικού βίντεο, η έκθεση με τίτλο «Η τηλεόραση ως δημιουργικό μέσο» (Νέα Υόρκη, Howard Wise Gallery, 1969) αποτελεί τη συνήθη, εναρκτήρια ιστορική παραπομπή ενώ τα ευρωπαϊκά της ανάλογα αποτελούν οι εκθέσεις «Projekt 74» (Κολωνία, 1974) και «The Video Show» (Λονδίνο, Serpentine Gallery, 1975). ΗDocumenta VI (Κάσελ, 1977) επικυρώνει οριστικά και διεθνώς μια ήδη ενεργό καλλιτεχνική πρακτική.
Στη δεκαετία του 1980 η περαιτέρω ανάπτυξη των τεχνικών δυνατοτήτων του βίντεο αλλά και η αυξανόμενη θεσμική ενσωμάτωση της σύγχρονης τέχνης έχουν ως αποτέλεσμα απ’ τη μια την όλο και πιο σύνθετη επεξεργασία της εικόνας και απ’ την άλλη την απομάκρυνση από τις αυστηρά αυτοαναφορικές παραπομπές.
Η οικειοποίηση στοιχείων που ήδη υπάρχουν στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον (εικόνων, ήχων, ιστορικών τεκμηρίων, πολιτικών προταγμάτων κλπ) και η διαδραστική σχέση με τον θεατή αποτελούν παραμέτρους τις οποίες η δεκαετία του 1990 θα καλλιεργήσει περαιτέρω. Η γενικευμένη χρήση του βίντεο θα εμπλέξει πλέον τους καλλιτέχνες σε ένα διαρκή διάλογο με τα ΜΜΕ, τις μεγάλες και πολυδιάστατες διεθνείς πολιτιστικές διοργανώσεις, τα κυρίαρχα αιτήματα των καιρών (μεταποικιοκρατία, μειονότητες, πολιτικές και κοινωνικές διακρίσεις κλπ.). Το γεγονός αυτό αυξάνει την όσμωση μεταξύ του βίντεο ως καλλιτεχνικού μέσου και της ευρείας του διάχυσης ως συστατικού ενός ευρύτατου πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Στις μέρες μας, είναι ακόμη πιο δύσκολο να ορίσει κανείς το εικαστικό βίντεο, άρα να σκιαγραφήσει και την ιστορία του, αφού η χρήση του υπολογιστή και η ψηφιακή τεχνολογία αλλοιώνουν τα «ειδικά» χαρακτηριστικά ενός μέσου του οποίου ο «υβριδικός» χαρακτήρας υπήρξε ανέκαθεν προφανής. Αυτό το σύνθετο περιβάλλον αποτελεί ωστόσο εντέλει και την ιστορική πρόκληση την οποία οι σύγχρονοι βίντεο-καλλιτέχνες καλούνται να αντιμετωπίσουν.


[1] Έτσι αποδίδεται εδώ ο όρος video art που αφορά τόσο την τέχνη του βίντεο, γενικά, αλλά συχνά και το μεμονωμένο έργο. Άλλες αποδόσεις του στα ελληνικά: βιντεοτέχνη, καλλιτεχνικό βίντεο. Το περιεχόμενο αυτών των μη δόκιμων, αλλά προς το παρόν «καθιερωμένων» όρων, παραμένει βεβαίως συζητήσιμο.
[2] Frank Popper, Art of the Electronic AgeΛονδίνο, Times and Hudson, 1997, σ.68.
[3] Βλενδεικτικά David Hall και Sally Jo Fifer (επιμ.), Illuminating Video: An Essential Guide to Video Art, Νέα Υόρκη, Aperture, 1991, Timothy Druckrey, (επιμ.), Electronic culture. Technology and visual representationΝέα Υόρκη, Aperture, 1996, Michael Rush, Video artΛονδίνο, Times and Hudson, 2003 (όπου συνοψίζεται η σχετική έντυπη και ηλεκτρονική βιβλιογραφία ). Μια σύνοψη αρκετών απόψεων για τη θεωρία του βίντεο μπορεί κανείς να βρει στην ηλεκτρονική διεύθυνση <www.arts.monash.edu.au/visarts/globe/issue9/smtxt.html> και ειδικότερα στο κείμενο του Scott McQuire «Video Theory», ενώ ο διαδυκτιακός τόπος <www.eai.org> είναι χρήσιμος για όσους αναζητούν καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το βίντεο ως εκφραστικό μέσο.
[4] Εδώ, δεν θα εξετασθούν ζητήματα που αφορούν τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις καλλιέργειας των Νέων Μέσων. Οι «κλασικές» ωστόσο αναλύσεις, από τους εκπροσώπους της Σχολής της Φραγκφούρτης ως τους Σιτιασιονιστές, αποτελούν και σήμερα τη βάση οποιασδήποτε σχετικής συζήτησης.
[5] Εδώ, οι όροι βίντεο και εικαστικό βίντεο δεν θα διαφοροποιηθούν με απόλυτο τρόπο. Επιπλέον, δεν θα γίνει διάκριση μεταξύ της αναλογικής και της ψηφιακής μορφής του βίντεο εφόσον εδώ δεν τίθενται ζητήματα διαφορετικής μεταβίβασης και επεξεργασίας της πληροφορίας. Για τις επιπτώσεις αυτής της διαφοράς στο αισθητικό πεδίο βλ. Sean Cubitt, Digital Aesthetics, Λονδίνο, Sage, 1998.
[6] Βλ. Dan Graham, Video-Architecture-Television: Writings on Video and Video Works 1970-1978Νέα Υόρκη, New York University Press, 1979.
[7] Βλ. Benjamin H. D. Buchloh, «Michael Asher and the conclusion of modernist sculpture» (1980) στη συλλογή δοκιμίων του Buchloh με τίτλο Neo-avantgarde and culture industry. Essays on European and American art from 1955 to 1975, Cam. (MA), The MIT Press (An October book), 2000, σσ.1-39.
[8] Για τη θεσμική «ταυτότητα» του βίντεο βλ. Peter Wollen, «Regarder, raconter et au-delà. Un texte en trois parties» στον κατέκθPassages de l’ imageΠαρίσι, MNAM, 1990, σσ.77-88.
[9] Jack Derrida, «Videor», στον κατέκθPassages de l’ imageΠαρίσι, MNAM, 1990, σσ.158-161, το παράθεμα στη σ.158.
[10] Για τον Sean Cubitt, ο υβριδικός χαρακτήρας του βίντεο του στερεί δια παντός τη δυνατότητα συσχετισμού του με οποιασδήποτε ειδική θεωρία, βλ. Sean Cubitt, VVVideography: Video Media as Art and Culture, Basingstoke, Macmillan, 1993.
[11] Εδώ θα παρατεθούν ελάχιστα ονόματα αφού στόχος είναι η συλλήβδην και εντελώς συνοπτική καταγραφή κάποιων τάσεων και όχι η, έστω και περιληπτική, συγκρότηση μιας ιστορίας (που απαιτεί, όπως είναι κατανοητό, εντελώς διαφορετικές επιλογές και προϋποθέσεις). Για μια εισαγωγική ιστορία του βίντεο με αναφορά σε πληθώρα ονομάτων βλ. ενδεικτικά Michael RushNew Media in Late 20thCentury Art, Λονδίνο, Times and Hudson, 1999, κυρίως κεφ.2 και 3.
[12] Βλγια παράδειγμα Mick Hartney «video art» στο Grove Art on Line, Oxford University Press, <www.groveart.com>. Βλεπίσης Christine Van Assche, «Une histoire de vidéo» στον κατέκθVidéo et aprèsΠαρίσι, MNAM, 1992, σσ.10-15.
[13] Μια Sony βίντεοκάμερα μισής ίντσας.
[14] Ο συμβολή, για παράδειγμα, του ζεύγους Steina και Woodly Vasulka σε παρόμοιους πειραματισμούς πρέπει εδώ να υπογραμμισθεί. Ο Vasulka βεβαίως, σε αντίθεση με τον Πάικ, προέρχεται από το χώρο του πειραματικού κινηματογράφου. Η «ανταγωνιστική» σχέση κινηματογράφου-βίντεο συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πεδίο συζήτησης. Η ιστορία του βίντεο ωστόσο συγκροτείται ακριβώς από τη στιγμή που ορίζεται ως εκφραστικός τρόπος διάφορος από τον κινηματογράφο.
[15] Βλ. Gill Perry και Paul Wood (επιμ.), Thames in Contemporary Art,New Haven and London, Yale University Press in association with the Open University, 2004, σ.215.

1 Απριλίου 2015

Λαική Αγορά (power point)

Filed under: UNCLASSIFIED 1 — admin @ 09:21
https://docs.google.com/document/d/1_4mV-1lESkoQUImNF1xQdXmhsT4WkEDDzEzqIw-M_ok/edit

Helmar Lerski (παρουσίαση καλλιτέχνη)

Filed under: UNCLASSIFIED 1,ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ-ARTISTS — admin @ 08:23

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=mKhy52Q1RQo]

30 Μαρτίου 2015

pπαρουσίαση 1

Filed under: UNCLASSIFIED 1 — admin @ 14:15

house at the forest (forht;h katoik;ia kalliopi)
prosthikes sto

arxitektoniki

http://www.lifo.gr/team/omorfia/33816


Η διαλεκτική της διάρκειας

Γενικές πληροφορίες

Eκδότης: Εκάτη
Μορφή: Μαλακό εξώφυλλο
Έτος έκδοσης: 1994
Αριθμός σελίδων: 152
Κωδικός ISBN: 9607437063
Διαστάσεις: 29×21
Περιγραφή
Αυτή η μελέτη θα γίνει σαφέστερη αν της αποδώσουμε ευθύς εξαρχής έναν στόχο μεταφυσικό: αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση στη φιλοσοφία της ανάπαυσης. Θα δούμε όμως πολύ σύντομα ότι η φιλοσοφία της ανάπαυσης δεν είναι μια φιλοσοφία για κάθε είδους ανάπαυση. Δεν μπορεί ο φιλόσοφος να αναζητά ήρεμα την αταραξία. Πρέπει να έχει μεταφυσικές αποδείξεις για να δεχτεί την ανάπαυση ως ένα δικαίωμα της σκέψης, πρέπει να έχει ποικίλες εμπειρίες και επιχειρήματα για να δεχτεί την ανάπαυση ως ένα από τα στοιχεία του γίγνεσθαι. Ο αναγνώστης λοιπόν θα πρέπει να συγχωρήσει τον έντονο χαρακτήρα αυτού του βιβλίου, που χρησιμοποιεί συμβουλές και γνωστά παραδείγματα σε μεγάλη έκταση, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανάπαυση είναι εγγεγραμμένη στην καρδιά του όντος, ότι πρέπει να την αισθανόμαστε στο βάθος της ύπαρξής μας, άρρηκτα δεμένη με το αναπόσπαστο γίγνεσθαι της ύπαρξής μας, δηλαδή στο επίπεδο της χρονικής αλήθειας πάνω στην οποία στηρίζεται η συνείδηση και η προσωπικότητά μας. […] (Από τον πρόλογο του βιβλίου)


naf>>>>>



mia seira lejevn


music
http://i12bent.tumblr.com/
moyseio


blogs
basically music mixed music sound rythm soumds voices etc
http://blogs.radiobubble.gr/
sounds music and football


20-11
ομοιοκαταληξία από το καλοκαίρι   comptine d’un autre été


the idea of storytelling


http://www.youtube.com/watch?v=5xpYmFUuZCE&feature=related

http://www.edu.artroom7.com/PATRAS_PORTO/8MK/VIDEO/1.swf
http://www.edu.artroom7.com/FLORIDA/VIDEO/1.swf
http://www.edu.artroom7.com/PATRAS_PORTO/8MK/VIDEO/1.html


newyork


it is very intresting to think and discover things about the way the new society is structured through the alteration of the indentities
I cannot easi;ly concatrated I have not enough power to play withj the black part…Things are getting harder ….


10-11
φλερυ αφήγηση μουσική



mass media-cinematographic
taarkofski
θυσία/σπαραγμός
64.49——-66μιν η σημασία του ήχου στην μεταγορά της συναισθηαμτικής ατμόσφαιρας
η σημασία της σύνθεσξς

o xoros stalker


STALKER Short Film – A short that Brett Driver and i did in Thomaston, GA. Brett did the filming and editing, I did the motion graphics and sound effects, as well as play the main role. Trevor Sather did the music, great stuff! A cool little fact about the video, over 90% of everything you hear is fake


clip cinema
Trailer of the movie Children Of Men.The camera work in this movie is some of the greatest in movie history. The true magic of this movie that it gives the birth of a human being its true value: we should always stop a war if a baby is crying. always. and not only when the end of mankind is so close.but yeah as the film predicts, we, mankind, will only


mass media-documentaries-..


μερος Α
Επιλέξτε ένα χώρο μάσα στη πόλη ο οποίος σας ενδιαφέρει


επιλογή εικόνας απο google
-σκίτσα και χρώματα με βάση μια φωτογραφία του χώρου
(Α4 σκίτσα και χρώματα απο το χώρο η παραλλαγές του)


δημιουργία ενός σεναρίου με βάση αυτό το χώρο



http://www.youtube.com/watch?v=WWDwzXCNzEI&feature=related


  1. http://pharmakis.pbwiki.com/city-passage-texts η και άλλα κείμενα επιλογής σας
να σχετίζονται με τη μελέτη/ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας και όχι με μια απλή περιήγηση του χώρου.

Καλή δουλειά

« Newer PostsOlder Posts »

Powered by WordPress

error: Content is protected !!