Selected Courses on Digital Art-UOWM

5 Φεβρουαρίου 2014

ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ:

Filed under: NOTES ON CINEMA — admin @ 16:01
http://live.grnet.gr/stoabibliou/auditorium1/

Στοά του ΒιβλίουΑίθουσα 1

ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ: Συλλαβίζοντας τη γλώσσα της εικόνας. — 06/02/2014 17:00

1 Φεβρουαρίου 2014

Σενάριο

Filed under: NOTES ON CINEMA — admin @ 11:18

http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=3402

Η ιστορία του σινεμά έχει ως σημείο εκκίνησης τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι βασικές αρχές του σεναρίου όμως, είχε φροντίσει κάποιος «γνωστός» μας να διατυπωθούν πολλούς αιώνες πριν. Πρώτος διδάξας, ο Αριστοτέλης. Η «Ποιητική» του Έλληνα φιλοσόφου περιέχει τους βασικούς άξονες της μυθοπλασίας, που παραμένουν ζωντανοί μέχρι και σήμερα, και ενώ γράφτηκαν ως αναλυτικό εργαλείο της τραγωδίας, αξιοποιήθηκαν στον 20ο αιώνα και στην σεναριακή δομή.

Το (Αριστο)τέλειο σενάριο

Αρχή, μέση, τέλος. Αυτά είναι τα τρία μέρη κάθε ιστορίας κατά τον Αριστοτέλη, ο οποίος πρεσβεύει την αιτιοκρατική προσέγγιση – τα μέρηνα έχουν μεταξύ τους σχέση αιτίου-αιτιατού. Τα συστατικά του μύθου, όπως αναφέρονται στην Ποιητική, είναι οι «αναγνωρίσεις» και οι «περιπέτειες». Η περιπέτεια ισοδυναμεί με τις σημερινές σκηνές προώθησης της πλοκής, στις οποίες ο Αριστοτέλης απαιτεί να γίνεται μετάβαση του ήρωα από την ευτυχία στην δυστυχία, ενώ η αναγνώριση αντιστοιχεί με την μετάβαση του ήρωα από την άγνοια στην γνώση. Όταν συμβαίνουν τα παραπάνω, όταν δηλαδή οι σωστές αναγνωρίσεις ενσωματώνονται στην κατάλληλη περιπέτεια και οδηγούν από την ευτυχία στην δυστυχία, τότε ο μύθος είναι καλός – ή όπως το θέτει ο Αριστοτέλης, είναι «πεπλεγμένος».

Οι τρεις πράξεις

Οι αριστοτελικές αρχές προσαρμόζονται στις σύγχρονες ανάγκες, και μεταξύ άλλων ο Sydfield, guruτου σεναρίου, διατυπώνει το γνωστό του «paradigm», αυτό των τριών πράξεων, στις οποίες εντοπίζει τις κρίσιμες σκηνές της ταινίας.
*Πρώτη πράξη (Εισαγωγή): Είναι το πρώτο ¼ της ταινίας, στο οποίο εισάγεται ο ήρωας, ενώ περίπου στο πρώτο δεκάλεπτο εμφανίζεται ένα ερώτημα που αναδεικνύει την «δραματική ανάγκη» του ήρωα (π.χ. έχει γίνει ένας φόνος – θα καταφέρει ο ήρωας να πιάσει τον δολοφόνο;). Στο τέλος της πρώτης πράξης εντοπίζεται η πρώτη κρίσιμη σκηνή του σεναρίου, το πρώτο «plotpoint», στο οποίο ο ήρωας καλείται να πάρει μια απόφαση (π.χ. μετά από αμφιταλάντευση, αποφασίζει να αναλάβει το κυνήγι του δολοφόνου).
*Δεύτερη πράξη (Confrontation): Απαρτίζει τα 2/4 της ταινίας και αποτελεί την κυρίως «δράση». Κατά κύριο λόγο, εμφανίζονται εμπόδια, τα οποία ο ήρωας καλείται να ξεπεράσει για να φτάσει στον στόχο του. Συνήθως στο μέσο της δεύτερης σκηνής συναντάται μια ακόμη κρίσιμη σκηνή, το λεγόμενο «midpoint» ή «πρώτη περιπλοκή», στο οποίο τα εμπόδια γίνονται ακόμη πιο έντονα. Προς το τέλος της δεύτερης πράξης εμφανίζεται η «δεύτερη περιπλοκή» ή «ψευδής απάντηση» (π.χ. η κατάσταση είναι σε αδιέξοδο και ο ήρωας είναι έτοιμος να τα παρατήσει). Ακολουθεί το «δεύτερο plotpoint», σκηνή στην οποία ο ήρωας αποφασίζει να πάει την σύγκρουση μέχρι τέλους.
*Τρίτη πράξη (Λύση): Είναι το τελευταίο ¼ της ταινίας και περιγράφει την τελική σύγκρουση του ήρωα. Μετά από μια σύντομη προετοιμασία του ήρωα, εισερχόμαστε στο «climax», την σκηνή δηλαδή της τελικής μάχης, το «ζουμί» ίσως όλης της δράσης της ταινίας, καθώς στο τέλος της απαντάται το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή. Θα πιάσει ο ήρωας τον δολοφόνο; Μετά την απάντηση, ακολουθεί ένας πολύ σύντομος επίλογος και πέφτουν οι τίτλοι του τέλους.
Σημείωση: Πολλή κριτική έχουν δεχθεί τα παραπάνω αφηγηματικά μοντέλα, κυρίως για την «παγίδευση» των σεναριογράφων σε αυστηρές δομές που δεν αφήνουν ελεύθερη την φαντασία. Πρέπει δηλαδή να «στριμώξουμε» την έμπνευσή μας αναγκαστικά στο καλούπι των τριών πράξεων και των κρίσιμων σκηνών; Αντίθετα πάντως, οι «καλύτεροι» του είδους έχουν ομολογήσει πως τελικά τα κλασικά μοντέλα μάλλον τους βοήθησαν εν τέλει να εκφραστούν καλύτερα και να απελευθερώσουν την δημιουργικότητά τους. Μάλιστα, δύσκολα θα βρείτε ταινία που να μην ανταποκρίνεται στο μοντέλο των τριών πράξεων, ακόμη και στις πιο «πειραματικές» τους μορφές.













ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Η ανάγκη οδηγεί τις πράξεις των ανθρώπωνΘαλής ο Μιλήσιος

1.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΣΕΝΑΡΙΟΥ
α. Ο ορισμός του σεναρίου
Ο ορισμός του σεναρίου μοιάζει με τον ορισμό που δίνει η γραμματική στο ουσιαστικό – μιλάει δηλαδή για ένα πρόσωπο (ή πρόσωπα) που, μέσα σε ένα καθορισμένο χώρο, δρα (ή δρουν) παράγοντας πράξεις.
Ο κινηματογράφος είναι ένα οπτικό μέσον, που δραματοποιεί κάποιο μύθο.
Αυτός ο μύθος έχει αρχή – μέση – τέλος.
Χωρίς δράση δεν υπάρχει σενάριο (και κατ΄ επέκταση κινηματογράφος)
Σενάριο λοιπόν είναι μια ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΠΩΜΕΝΗ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ.
Οι διάλογοι προωθούν τη δράση, έχουν αμεσότητα.
Οι “λογοτεχνίζουσες” εκφράσεις δεν ταιριάζουν στη δραματουργία (εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι).
Ο Αριστοτέλης στην “Ποιητική” του επεσήμανε αυτό το ζήτημα:
“Πρέπει νάχουμε υπ΄ όψη ότι και το πολύ πλουμιστό λεκτικό ύφος σκεπάζει και τους χαρακτήρες και τις ιδέες”.
β. Δρω > Δράση > Δράμα
Πρέπει να έχουμε πάντα υπ΄ όψη μας ότι: ΣΕΝΑΡΙΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΡΑΣΗ ΘΕΜΑ είναι η ΔΡΑΣΗ και ο ΗΡΩΑΣ
ότι
συμβαίνει
στην
ταινία
Εκείνος
που του
συμβαίνουν
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ του μύθου είναι ο τρόπος που ο ήρωας παραμερίζει τα εμπόδια που του παρουσιάζονται.
ΗΡΩΑΣ σημαίνει: πρόσωπο που ΔΡΑ.
Οι πράξεις του (δράσεις του) δεν είναι τυχαίες. Καθοδηγούνται από μια αδυσώπητη ανάγκη: να ξεπεράσει τα εμπόδια που παρουσιάζονται και τον εμποδίζουν να φτάσει στο σκοπό του.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ είναι οι πράξεις του όχι τα λόγια του. Ήρωας σημαίνει πάνω απ΄ όλα συμπεριφορά, άποψη, στάση ζωής. Πως δηλαδή το συγκεκριμένο άτομο αντιλαμβάνεται τον κόσμο, ποια πράγματα προτιμά και ποια αποφεύγει.
Στο σενάριο τα λόγια έχουν νόημα μόνον όταν αποκαλύπτουν κάτι, όταν ωθούν το μύθο προς τα εμπρός.
Ο Αριστοτέλης έθεσε το εφυές ερώτημα: “Ποιο θα ήταν το έργο εκείνου που μιλάει, αν αυτό για το οποίο μιλάει γινόταν φανερό και χωρίς λόγο;”

ΑΣΚΗΣΗ 1η

Ένας καλοντυμένος κύριος κατεβαίνει απ τη Μερσεντές του
και βλέπει στην άκρη του πεζοδρομίου ένα κατοστάρικο:
α) Βεβαιώνεται ότι δεν τον βλέπει κανείς σκύβει και το μαζεύει.
β) Δεν σκύβει να το μαζέψει επειδή κάποιος τον κοιτάζει.
Ερώτηση: Είναι το ίδιο πράγμα; Αναλύστε τους χαρακτήρες.
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ 1η
Δεν αρκεί να μάθουμε την τεχνική για να γίνουμε καλοί σεναριογράφοι.
Πρέπει απαραιτήτως να μάθουμε:
  • Ν΄ ακούμε προσεκτικά τους πάντες.
  • Να αισθανόμαστε.
  • Νάχουμε τα μάτια μας ανοιχτά (Να παρατηρούμε).

2.
ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΑΙΝΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ
ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΡΗ
Το σενάριο είναι απαραίτητο όταν πρόκειται να οπτικοποιήσουμε ένα θέμα αλλά και σε περιπτώσεις που πρόκειται να συνθέσουμε ένα θέμα από οπτικό υλικό που ήδη υπάρχει (π.χ. να στηριχθούμε σε υλικό επικαίρων για να κάνουμε ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ).
Η τηλεόραση δραματοποιεί την κάθε είδηση, το κάθε ρεπορτάζ. Για να κάνουμε ένα βιντεοκλίπ, μια ταινία μικρού μήκους, μια τηλεοπτική σειρά, το σενάριο είναι απαραίτητο.
Η βάση όμως όλων αυτών είναι η ταινία μεγάλου μήκους με υπόθεση (fiction). Το κινηματογραφικό σενάριο έχει αξιοποιήσει και στηρίζεται στους κανόνες της κλασσικής δραματουργίας. Βεβαίως υπάρχουν δεκάδες διαφορετικές απόψεις όχι μόνο για το πως γράφεται ένα σενάριο αλλά και για τις βασικές του αρχές.
Εμείς θα παρουσιάσουμε το σενάριο βασιζόμενοι στην αριστοτελική αισθητική. (“Ποιητική”). Θα επικεντρώσουμε στο σενάριο ταινίας μεγάλου μήκους με υπόθεση και στο τέλος θα κάνουμε μια μικρή αναφορά στα υπόλοιπα.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΡΗ
Κάθε σενάριο μοιάζει με τη ζωή:
Γέννηση – ζωή – θάνατος
Αρχή – μέση – τέλος
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Αρχή – μέση – τέλος
Πράξη 1 – Πράξη 2 – Πράξη 3
δέση – σύγκρουση – λύση
(κατά Αριστοτέλη) > πρόλογος> επεισόδιο> έξοδος.
ΠΡΑΞΗ Ι – ΑΡΧΗ – ΔΕΣΗ (3/12 του συνόλου)
Η αρχή καλύπτει περίπου τα 3/12 του συνολικού έργου. Βάζουμε σε λειτουργία όλα τα δεδομένα του μύθου. Παρελαύνουν οι χαρακτήρες, προσδιορίζεται ο κεντρικός ήρωας (ή οι ήρωες) καθώς και το ποιόν και το μέγεθος του προβλήματος που τον απασχολεί. Παρουσιάζονται λοιπόν οι προϋποθέσεις για την εξέλιξη του μύθου και εισάγεται η δραματική κατάσταση.
Οι επιδέξιοι σεναριογράφοι στο τέλος της πρώτης πράξης έχουν μια ΚΡΙΣΙΜΗ ΣΚΗΝΗ. Πρόκειται για κάποιο επεισόδιο ή γεγονός που μπαίνει στη ροή του μύθου και τη στρέφει σε διαφορετική κατεύθυνση. (Αυτό κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή της ταινίας).
ΠΡΑΞΗ ΙΙ ή ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ (6/12 του συνόλου)
Αφού ξεκαθάρισαν οι ανάγκες του ήρωα και καθορίστηκε τι ζητάει να βρει ή τι θέλει να πετύχει, εμφανίζονται τα εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπίσει για την πραγμάτωση των στόχων του. Από την αντιπαράθεση των εμποδίων με το σκοπό ή το στόχο του ήρωα γεννιέται η σύγκρουση. Τα εμπόδια που υπερπηδά ο ήρωας αποτελούν τη δραματική δυναμική του μύθου. Εδώ η αγωνία και το ενδιαφέρον του θεατή κορυφώνονται. (Υπάρχει μια κρίσιμη σκηνή στο τέλος της δεύτερης πράξης. Πρόκειται για κάποιο γεγονός που συμβαίνει και οδηγεί ακάθεκτα στη λύση του μύθου).
ΠΡΑΞΗ ΙΙΙ – ΛΥΣΗ – ΤΕΛΟΣ (3/12 του συνόλου)
Στην Τρίτη πράξη έχουμε τη λύση του προβλήματος (έξοδος απ΄το αδιέξοδο) και τις επιπτώσεις που έχει σε κάθε έναν από τους ήρωές μας, αίσιες ή τραγικές.
ΑΣΚΗΣΗ 2η
Ένας νεαρός οδηγεί ένα αυτοκίνητο, παραβιάζει τον ΚΟΚ
και προκαλεί ένα ατύχημα.”
Αυτό είναι το θέμα μας.
Περιγράψτε τον ήρωα.
Αναπτύξτε με λίγα λόγια την ιστορία.
Βρείτε την αρχή, τη μέση και το τέλος.
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ 2η
Όλα τα θέματα υπάρχουν μέσα στη ζωή. Στα ψιλά των εφημερίδων, στις ειδήσεις, στο δρόμο, τις πλατείες, στους εργασιακούς χώρους, στο κοινωνικό περιθώριο, στα σχολεία, στην οικογένεια, παντού.
Μια εικόνα μπορεί να αποτελέσει το ερέθισμα για μια ταινία. Αρκεί ν΄ αφήσουμε τη φαντασία μας να δουλέψει δημιουργικά και παράλληλα να ερευνήσουμε τον συγκεκριμένο χώρο. Να μάθουμε τα πάντα. Ανεξάρτητα αν χρησιμοποιήσουμε πολλά, λίγα ή τίποτα απ΄ αυτά που θα μάθουμε.
Τα θέματα λοιπόν υπάρχουν. Εμείς απλώς πρέπει να τα΄ ανακαλύψουμε.
3.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Τα σενάρια χωρίζονται σε τρεις γενικές κατηγορίες ανεξάρτητα από το είδος που υπηρετούν (δράμα, κωμωδία, θρίλερ κλπ.):
  • Σενάριο θέματος
  • Σενάριο χαρακτήρων
  • Σενάριο κατάστασης
Η κάθε κατηγορία μπορεί να ενυπάρχει μέσα στην άλλη αλλά πάντα κυριαρχεί η μία εκ των τριών.
  • Σενάριο θέματος. (Πόλεμος, Εξέγερση, Προδοσία, Φυλακή, Φόβος, Μίσος κλπ.)
  • Σενάριο χαρακτήρων (αρχοντοχωριάτης, σπαγκοραμμένος, κυνικός, χυδαίος κλπ.)
Ενδιαφέροντα βιβλία: “Οι χαρακτήρες” του Θεόφραστου και “Ιδού ο άνθρωπος-ανθρώπινοι χαρακτήρες” του Ανδρέα Λασκαράτου.
Σενάριο κατάστασης. Εδώ το κυρίαρχο είναι μια εξωτερική κατάσταση, π.χ. ναυάγιο, βλάβη, αεροπλάνο εν πτήσει, πυρκαγιά, σεισμός κλπ.

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: Η πορεία προς τη “λύση” της ιστορίας μας πρέπει να είναι μέσα από εμπόδια-προβλήματα (όπου κλιμακωτά η λύση του ενός οδηγεί στο άλλο) μέχρι την κορύφωσή τους.
Αυτή η κλιμάκωση κάνει μέτοχο το θεατή και του κινεί το ενδιαφέρον για τα “δρώμενα” και του εντείνει την αγωνία μέχρι νάρθει η “λύση” (λύτρωση).
ΣΥΝΟΧΗ, είναι η συνέπεια που χαρακτηρίζει το κάθε δραματουργικό στοιχείο (χαρακτήρας, πλοκή, διάλογος, μύθος)
ΚΙΝΗΤΡΟ. Οι ενέργειες των ηρώων θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ανάγκης. Κάθε γεγονός να μην είναι αυθαίρετο αλλά να μπορεί να εξηγηθεί. Να είναι εμφανή τα αίτια. Έτσι η ιστορία μας αποκτά δραματουργική υπόσταση.
ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ. Χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει ιστορία. Οι συγκρούσεις μεταξύ των ηρώων ή καταστάσεων δημιουργούν τα γεγονότα κι αυτά με τη σειρά τους την ιστορία.
Η κύρια σύγκρουση παράγεται μεταξύ του ήρωα και του κυρίαρχου προβλήματος που διατρέχει την ιστορία μας και ο ήρωας καλείται να λύσει.
Οι συγκρούσεις είναι:

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ σύγκρουση. Προκαλείται από την ίδια τη συνείδηση του ήρωα ή την συναισθηματική του κατάσταση. Όταν δηλαδή ο ήρωας είναι αναγκασμένος να δράσει κόντρα στις ιδέες του, στα πιστεύω του, στην καρδιά του.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ όταν ο ήρωας ή οι ήρωες συγκρούονται με άλλους που έχουν διαφορετικές επιδιώξεις απ΄ αυτούς ή αγωνίζονται ν΄ αντιμετωπίσουν μια φυσική κατάσταση.

ΡΥΘΜΟΣ. Η διάρκεια της κάθε σκηνής κι ο διάλογος πρέπει νάχουν την αναγκαία έκταση. Να μην υπάρχει δηλαδή φλυαρία ή πλατειασμός.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Πρέπει να υπάρχει φυσικότητα. Τα λόγια του κάθε ήρωα νάχουν να κάνουν με τα βιώματά του, τον κοινωνικό του χώρο, το μορφωτικό του επίπεδο, τις ανάγκες του.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Πρέπει να γνωρίζουμε πώς λειτουργεί ο κάθε χώρος. Το αστικό σπίτι ή το τσαντίρι του τσιγγάνου. Η Ακαδημία Αθηνών ή το συνεργείο αυτοκινήτων. Η πλατεία Κολωνακίου ή η πλατεία Αβησσυνίας. Ένα εκδοτικό συγκρότημα ή ένα παλαιοπωλείο. Μόνο τότε θάναι βιωματική η συμπεριφορά των ηρώων μας, τα λόγια τους και πειστικές οι συγκρούσεις.
ΥΦΟΣ. Η κάθε ταινία πρέπει να έχει το δικό της ύφος. Αυτό πρέπει να το υπαινίσσεται το σενάριο.
Το ενιαίο ύφος εξασφαλίζεται με τη συνέπεια όλων των δραματουργικών στοιχείων απ΄ την αρχή ως το τέλος της ταινίας κι όταν όλα όσα συμβαίνουν έχουν μεταξύ τους διαλεκτική σχέση (αίτιο και αιτιατό).
ΑΣΚΗΣΗ 3η
Τι καιρό θα κάνει αύριο; Μιλούν στις παρέες τους:
α) Ένας μετεωρολόγος
β) Ένας αμπελουργός
γ) Ένας αργόσχολος
Φτειάχτε 3 μονολόγους των 5 αράδων.
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ 3η
Πρέπει να δίνουμε σημασία στα όνειρά μας. Δεν προβλέπουν ασφαλώς τα μελλούμενα αλλά είναι “κινηματογραφικά”.

Εκφράζουν ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Είναι εικόνες
Έχουν ωραία “σκηνικά”
Δεν αυτολογοκρίνονται
Έχουν εκφραστική τόλμη και ταυτόχρονα είναι υπαινικτικά
Είναι πλήρη νοημάτων

ΕΡΓΟ ΠΡΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗ
“Τα όνειρα” του Ακίρα Κουροσάβα.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ο Αριστοτέλης στο έργο του “Ποιητική”, καθόρισε τα συστατικά μέρη της τραγωδίας και ανέλυσε τους βασικούς κανόνες της δραματουργίας.
Η “Ποιητική” είναι ένα έργο που και σήμερα σεναριογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς και σκηνοθέτες το χρησιμοποιούν σα βασικό εργαλείο της δουλειάς τους.
Είναι απαραίτητο κατά τη γνώμη μας, όσοι φιλοδοξούν να γίνουν σεναριογράφοι, να μελετήσουν προσεκτικά την “Ποιητική”.
Ο Αριστοτέλης διαιρούσε την τραγωδία ως προς το ποιόν στα εξής μέρη:
  • Μύθος
  • Χαρακτήρας (ήθος)
  • Λεκτικό ύφος (λέξις)
  • Σκέψη (διάνοια)
  • Θέαμα (όψις)
  • Μουσική σύνθεση

Από αυτά το θέαμα και η μουσική σύνθεση αφορούν την παράσταση. Τα υπόλοιπα τέσσερα μας ενδιαφέρουν και ως προς το σενάριο.
ΜΥΘΟΣ
Κατά τον Αριστοτέλη, ο μύθος είναι το σημαντικότερο πράγμα σε μια τραγωδία, η ψυχή. (“Αρχή μεν ουν και οίον ψυχή ο μύθος της τραγωδίας”).
Με τον όρο “μύθος” εννοεί αυτό που σήμερα λέμε υπόθεση του έργου και πλοκή(“η των πραγμάτων σύστασις”).
Κατά τον Αριστοτέλη, “η τραγωδία δεν είναι μίμηση ανθρώπων, αλλά μίμηση πράξης και ζωής. Η ευτυχία και η δυστυχία των ανθρώπων προέρχονται από τη δράση τους και ο σκοπός της ζωής είναι μια δραστηριότητα και όχι μια ιδιότητα. Οι μιμούμενοι, λοιπόν, δε δρουν για να μιμηθούν χαρακτήρες, αλλά περιλαβαίνουν τους χαρακτήρες για χάρη των πράξεων…”
Η τραγωδία πρέπει να έχει ορισμένο μέγεθος, με αρχή, μέση και τέλος. Να έχει ενότητα ύφους και περιεχομένου. Να έχει λογική συνοχή, η μία πράξη να οδηγεί στην άλλη και να είναι φανερές οι αιτίες για το κάθε τι που συμβαίνει.
Πολλά “τεχνάσματα” της σύγχρονης δραματουργίας δεν είναι παρά αντιγραφές από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και από την “Ποιητική”.
Οι “κρίσιμες σκηνές” στο τέλος της 1ης και 2ης πράξης των ταινιών (που αναφέραμε στο κεφάλαιο “Τα Τρία Μέρη”)αντλούν την έμπνευσή τους και αντιστοιχούν στο Δραματικό Απρόοπτο.
Δραματικό ΑπρόοπτοΕίναι κάτι που εμφανίζεται ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει ο θεατής και αλλάζει την πορεία του μύθου. Εξυπακούεται ότι το απρόοπτο δε σημαίνει αυθαιρεσία αλλά υπακούει στο “εικός ή αναγκαίον” (κατά πιθανή ή αναγκαία συνθήκη).
Το παραξένισμα” του Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν είναι άλλο από αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει “θαυμαστόν“. Πρόκειται για πράγματα που συμβαίνουν και φαίνονται κάπως απίθανα. Ο Αριστοτέλης δικαιολογεί αυτή την τόλμη των ποιητών λέγοντας πως πρέπει να δεχτεί κανείς πως είναι φυσικό να συμβαίνουν στους ανθρώπους και πράγματα που δεν είναι φυσικά:
“ Ταχ’ αν τις εικός αυτό τούτο λέγοι
βροτοίσι πολλά τυγχάνειν ουκ εικότα”
Αλλά και το λεγόμενο “σασπένς” (suspense) αντλεί την καταγωγή του από τη δραματική αμφιβολία, όπου μέσα από τις πράξεις και τα λόγια των ηρώων δημιουργούνται αμφιβολίες και ερωτηματικά για τις ενδεχόμενες συγκρούσεις ή λύσεις. Η αδυναμία του θεατή να προβλέψει την εξέλιξη, τον αναγκάζει να συμμετέχει στα δρώμενα με μεγάλο ενδιαφέρον.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Στο διάλογο και τις ιδέες του έργου δίνει σάρκα και οστά ο ηθοποιός.
Ο χαρακτήρας λοιπόν που θα πλαστεί πρέπει να βγαίνει από τις ανάγκες του έργου, να είναι χρήσιμος για την εξέλιξη του μύθου, με την πλοκή και με το τι θέλουμε να πούμε.
Όσα λέει πρέπει να ταιριάζουν με τον χαρακτήρα που παριστάνει.
Πρέπει να είναι σύμφωνα με την εποχή και με την κοινωνική ομάδα που προέρχεται. Οποιαδήποτε μεταστροφή, αλλαγή, ξέσπασμα του ήρωα, πρέπει να γεννιούνται από φανερές αιτίες.
Ο χαρακτήρας πρέπει να είναι σταθερός. Ακόμη κι όταν το πρόσωπο που παρουσιάζουμε έχει ασταθή χαρακτήρα και τότε με συνέπεια πρέπει να παρουσιάζουμε την αστάθειά του. “Ιδανικό” πρότυπο ήρωα δεν υπάρχει. Ολοκληρωμένος ήρωας ναι, ιδανικός όχι.
Κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτήρας είναι εκείνο που φανερώνει προς τα πού κατευθύνεται η πρόθεσή μας, ποια δηλαδή πράγματα κανείς προτιμά ή αποφεύγει. Γι’ αυτό εκείνοι οι λόγοι στους οποίους δεν υπάρχει τίποτα που να προτιμά ή να αποφεύγει ο ομιλητής, δεν έχουν χαρακτήρες.
Πρέπει και στους χαρακτήρες όπως και στην πλοκή του μύθου να ζητάμε ή το αναγκαίο ή το πιθανό, ώστε ό,τι κάνει και λέει ο ήρωας να φαίνεται πιθανό ή αναγκαίο.
Οι λύσεις των μύθων πρέπει να βγαίνουν και από τους χαρακτήρες και όχι όπως γίνεται στη Μήδεια από μηχανής.
Ο ήρωας βεβαίως πρέπει να είναι αληθοφανής.
ΛΕΚΤΙΚΟ ΥΦΟΣ (ΛΕΞΙΣ)
Κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει ο ποιητής να πλέκει τους μύθους και να δουλεύει το λεκτικό ύφος φέρνοντας τις σκηνές όσο μπορεί μπροστά στα μάτια του. Έτσι βλέπει τα γεγονότα ολοζώντανα, σαν να είναι παρών στα διαδραματιζόμενα και μπορεί να βρίσκει το σωστό ώστε να μη του ξεφεύγουν αντιφάσεις.
Πρέπει ακόμα ο ποιητής, όσο μπορεί να συλλαμβάνει όταν γράφει το έργο του, ακόμη και το παίξιμο των ηρώων του.
Είναι πιο πειστικοί οι ποιητές που βρίσκονται μέσα στο πάθος. Δηλαδή εκφράζει την τρικυμία της ψυχής και την οργή πιο πειστικά εκείνος που αισθάνεται την ίδια τη στιγμή την οργή και την ψυχή τρικυμισμένη. Γι’ αυτό η ποιητική τέχνη είναι έργο ανθρώπου που έχει ταλέντο ή ανθρώπου παθιασμένου.
(Καλό είναι να δουλεύουν με τον τρόπο αυτό πολλοί σεναριογράφοι. Γιατί συνήθως γράφουν διαλόγους που “δεν μιλιούνται”).
ΣΚΕΨΗ (ΔΙΑΝΟΙΑ)
Τα σχετικά με τη σκέψη είναι εκείνα που πρέπει να τα πετυχαίνουμε με το λόγο. Και πιο συγκεκριμένα είναι:
Η απόδειξη και η αναίρεση των επιχειρημάτων
Η διέγερση των παθών όπως του φόβου, του οίκτου, της οργής και των παρόμοιων
Ακόμα και το να υπερβάλλεις ή να υποτιμάς την αξία των πραγμάτων

(Δεν μπορεί να υπάρξει οποιοδήποτε έργο χωρίς να κινεί ιδέες. Χρειάζεται όμως να υπάρχει ικανότητα να λέμε όσα είναι σχετικά με το θέμα κι όσα ταιριάζουν στην περίπτωση).
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ 4η
Πρέπει να συγκρατούμε τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, τις χειρονομίες τους, τα λόγια τους. Όλα αυτά κρύβουν πλούτο.
Πρέπει να διερευνούμε πώς βγάζει το ψωμάκι του ο φτωχός ή “τους τόνους ψωμί” ο πλούσιος.
Θα εκπλαγούμε από την εφευρετικότητα του μικροπωλητή, τους συμβιβασμούς του πλουσίου, τις εξαγορές συνειδήσεων στις οποίες πρέπει να προβεί ο εκατομμυριούχος καθώς και τη “διαπλοκή” του με ανθρώπους της πολιτικής εξουσίας.
Η κοινωνία είναι πολύπλοκο πράγμα.
Έχει τη φωτεινή πλευρά της αλλά και τη σκοτεινή.
Έχει τις ομορφιές της και τις ασχήμιες της.
Έχει τη λάμψη και τη μούχλα της.
Έχει δίκαιους και άδικους.
Το σενάριο πρέπει να αποκαλύπτει τη ζωή.
ΑΣΚΗΣΗ 4η
Μια τετραμελής οικογένεια (πατέρας, μητέρα περίπου σαραντάρηδες γιος 16, κόρη 14)ξεκινούν με το αυτοκίνητό τους για μια ημερήσια κυριακάτική εκδρομή. Όλοι είναι χαρούμενοι.
Διανύουν περίπου 40 χιλιόμετρα και το αυτοκίνητό τους παθαίνει βλάβη.
Πώς αντιδρά καθένας από αυτούς;
Δώστε ώθηση στην ιστορία.
Μην ξεχνάτε: η συμπεριφορά του καθενός θα αποκαλύψει τον χαρακτήρα του. Οι πράξεις τους (οι δράσεις τους) θα δώσουν το περιεχόμενο.
ΣΕΝΑΡΙΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Η λογοτεχνία έχει ως κύριο εργαλείο τη λέξη. Το σενάριο έχει την εικόνα.
Όμως και οι σεναριακές εικόνες με λέξεις περιγράφονται.
Όταν στο σενάριο διαβάζω τη λέξη “αυλή σπιτιού”, μπορώ αν φανταστώ χιλιάδες αυλές.. Μόνο όταν κινηματογραφηθεί η αυλή θα γίνει συγκεκριμένη. Θα είναι αυτή και όχι κάποιο άλλη.
Είναι λοιπόν το σενάριο ένα αυτόνομο λογοτεχνικό είδος; Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες γύρω από αυτό το ζήτημα. Έχουν γίνει ατελείωτες συζητήσεις, οι οποίες συνεχίζονται. Παρουσιάζουμε τρεις διαφορετικές απόψεις:
Ο Μπέλα Μπαλάζ έλεγε ότι “ το σενάριο δεν είναι πια ένα τεχνικό αξεσουάρ, ούτε μια σκαλωσιά που τη βγάζουμε όταν το σπίτι έχει κτιστεί, αλλά μια λογοτεχνική μορφή που αξίζει να ασχοληθούν μαζί της ποιητές, να εκδοθεί σε βιβλίο και να διαβάζεται…”
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι που από πολλούς χαρακτηρίστηκε “ποιητής του κινηματογράφου” δεν πιστεύει πως το σενάριο είναι λογοτεχνικό είδος:
“Πρέπει να δηλώσω αμέσως ότι το σενάριο δεν το θεωρώ λογοτεχνικό είδος. Στην πραγματικότητα, όσο πιο κινηματογραφικό είναι το σενάριο, τόσο λιγότερο μπορεί να διεκδικήσει αυτόνομη θέση στη λογοτεχνία, με τον τρόπο που πολύ συχνά μπορεί να τη διεκδικήσει ένα θεατρικό έργο. Στην πράξη γνωρίζουμε ότι κανένα σενάριο δεν έφτασε ποτέ σε λογοτεχνικό επίπεδο…”
Ο Πιέρ Παόλο Παζολίνι, θεωρεί πιο σύνθετο το θέμα. Γι’ αυτόν το σενάριο είναι “δομή που θέλει να είναι άλλη δομή”.
Γράφει λοιπόν: “Εάν δεν υπάρχει στο σενάριο η συνεχής αναφορά σε ένα κινηματογραφικό έργο που πρόκειται αν πραγματοποιηθεί, τότε δεν είναι πλέον μια τεχνική και η σεναριακή του μορφή είναι καθαρά προσχηματική. Εάν αποφασίσει λοιπόν ένας δημιουργός να υιοθετήσει τη σεναριακή “τεχνική”, θα πρέπει να δεχτεί συνάμα την αναφορά σε ένα κινηματογραφικό έργο “προς εκτέλεση”, χωρίς την οποία η τεχνική που υιοθέτησε είναι πλαστή – κι άρα ανάγεται κατ’ ευθείαν στις παραδοσιακές φόρμες των λογοτεχνικών γραφών…
…Μ’ αυτή την έννοια η κριτική ενός σεναρίου σαν αυτόνομη τεχνική, απαιτεί προφανώς ειδικές συνθήκες, τόσο σύνθετες, τόσο καθορισμένες από ένα ιδεολογικό σύμφυρμα που δεν έχει σχέση ούτε με την παραδοσιακή λογοτεχνική κριτική, ούτε με την πρόσφατη κινηματογραφική κριτική παράδοση – έτσι που να απαιτεί ακόμη και την προσφυγή σε πιθανά νέους κώδικες…”
Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας πως το σενάριο (πέρα από τις τεχνικές υποδείξεις) παρουσιάζει μια ιστορία μέσα από πρόσωπα που δρουν.
Μπορεί λοιπόν να συγκινήσει. Και είναι βέβαιο πως και ο μη ειδικός που θα το διαβάσει μπορεί να σκηνοθετήσει μέσα στο μυαλό του τη δική του ταινία. Μπορεί να προ-αισθανθεί αν έχει τα φόντα να γίνει ενδιαφέρουσα ταινία.
Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν μπορεί να κριθεί με λογοτεχνικά κριτήρια.
Σίγουρα για να γίνει ένα κτίριο προηγούνται τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Για να αναπλαστεί μια περιοχή, προηγείται μια μακέτα.
Το σενάριο όμως είναι κάτι πιο σύνθετο. Έχει μεν προορισμό να γίνει ταινία αλλά μπορεί κι από μόνο του να συναρπάζει τον αναγνώστη ή να τον αφήνει αδιάφορο.
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ 5η
Ένας άνθρωπος πληροφορείται ότι κάποιο οικείο του πρόσωπο που επέβαινε σε αυτοκίνητο τράκαρε και μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Σπεύδει στο νοσοκομείο κι ο θυρωρός του λέει πως βρίσκεται στο θάλαμο 175 στο βάθος του διαδρόμου.
Η λογοτεχνία θα περιγράφει την αγωνία του περίπου ως εξής:
Η αγωνία του έφτασε στο κατακόρυφο. Ένοιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Σε τι κατάσταση θα βρει τον άνθρωπό του; Γεμάτο αίματα; Με κομμένο χέρι; Η καρδιά του χτυπάει σαν ταμπούρλο.
Αιώνας του φάνηκε ο χρόνος ώσπου να φτάσει στο θάλαμο 175 κλπ.
Ο κινηματογράφος θα βρει άλλη λύση: Σ’ ένα ατελείωτο διάδρομο ο άνθρωπος προχωράει. Προχωράει… προχωράει…
Δεν χρειάζεται να γραφτεί τίποτα άλλο. Ο ίδιος ο μακρύς διάδρομος, ο χρόνος που απαιτείται για να διανυθεί κορυφώνει την αγωνία.
Ο κάθε σκηνοθέτης θα βρει το δικό του τρόπο να χειριστεί το ζήτημα.
Ο ένας θα προτιμήσει μονοπλάνο με τη μηχανή ακίνητη. Ο άλλος θα σπάσει τη σκηνή σε πλάνα: γενικό, κοντινό ποδιών που περπατούν, τράβελινγκ πίσω και κοντινό στο πρόσωπο κλπ.
(Ένας ιδιοφυής σκηνοθέτης θα βρει κάτι εντελώς έξω από τα κλισέ, κάτι απρόβλεπτο).
ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ
Το σενάριο είναι τα θεμέλια που πάνω του θα χτιστεί η παραγωγή της ταινίας. Είναι η αρχή και ο οδηγός για όλους τους συντελεστές.
Ο σκηνοθέτης θα συλλάβει στο μυαλό του την ακριβή εικόνα ολόκληρης της ταινίας. Θα περάσει το όραμά του σε όλους τους συνεργάτες του, ηθοποιούς και τεχνικούς. Γιατί, όπως έλεγε ο Αντρέι Ταρκόφσκι, “αν δεν δεθούμε, αν δεν ενωθούν ο φλέβες και τα νεύρα μας, αν δεν αρχίσει να κυκλοφορεί το αίμα όλων μας στον ίδιο οργανισμό, για να το πούμε έτσι, απλούστατα είναι αδύνατο να γίνει πραγματική ταινία…”
Ο διευθυντής παραγωγής θα μελετήσει το σενάριο και σε συνεργασία με το σκηνοθέτη και τους τεχνικούς συντελεστές θα προβλέψει το χρόνο που θα χρειαστεί, την τεχνική υποστήριξη που θα απαιτηθεί, τα ντεκόρ, τα κουστούμια. Βάσει αυτών καθώς και τις αμοιβές τεχνικών, ηθοποιών και κομπάρσων θα προϋπολογίσει και το κόστος της ταινίας.
Ο βοηθός σκηνοθέτης θα το αναλύσει για να βγάλει τις ανάγκες σε ρόλους, χώρους, εσωτερικά-εξωτερικά, ημερήσια-νυχτερινά κλπ.
Ο σκηνογράφος θα δει την αναγκαιότητα των σκηνικών σε στυλ, φυσικούς χώρους, κατασκευές, παρεμβάσεις.
Ο ενδυματολόγος θα φροντίσει το πώς και το με τι θα ντύσει τους ηθοποιούς.
Ο φροντιστής θα εντοπίσει τα μικροαντικείμενα που θα απαιτηθούν.
Το σκριπτ για να παρακολουθεί τις σωστές συνδέσεις από πλάνο σε πλάνο, από σκηνή σε σκηνή, από σεκάνς σε σεκάνς.
Οι ηθοποιοί θα μάθουν τους διαλόγους, θα κάνουν μια πρώτη προσέγγιση του ρόλου και κατόπιν σε συνεργασία με το σκηνοθέτη θα πλάσουν ένα ολοκληρωμένο χαρακτήρα.
Ο διευθυντής φωτογραφίας θα αναζητήσει την ατμόσφαιρα που θα προτείνει στο σκηνοθέτη.
ΑΛΛΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

Το ντοκιμαντέρ (ταινία τεκμηρίωσης) είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο είδος. Φυσικά δεν εννοούμε κάποιες επιδερμικές τηλεοπτικές έρευνες που ορισμένοι αδαείς αποκαλούν “ντοκιμαντέρ”.
Το ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ προϋποθέτει έρευνα σε βάθος, απαιτεί φως από όλες τις πλευρές, εκφραστική τόλμη και φαντασία, θάρρος, επιστημονική τεκμηρίωση.
Υπάρχουν πολλά είδη ντοκιμαντέρ (κοινωνικά, πολιτικά, εθνολογικά, λαογραφικά, ιστορικά, τουριστικά, βιομηχανικά, αρχαιολογικά κλπ).
Το κάθε ένα απαιτεί το δικό του χειρισμό.
Μπορεί να συνυπάρχει η μαρτυρία με το ιστορικό οπτικό ντοκουμέντο, με την αναπαράσταση ενός γεγονότος (ηθοποιοί υποδύονται ρόλους), με το σχολιασμό κλπ. Για να δέσουν όλα αυτά χρειάζεται σενάριο.
Φυσικά σε ορισμένες περιπτώσεις το σενάριο πριν το γύρισμα δεν μπορεί να είναι πλήρες (όταν για παράδειγμα πάμε να κινηματογραφήσουμε μια εργατική εξέγερση, που πιθανολογούμε πως θα υπάρξει σύγκρουση εργατών και αστυνομίας).
Μερικοί ντοκιμενταρίστες αφιερώθηκαν σ’ αυτό το γοητευτικό κινηματογραφικό είδος και δημιούργησαν “σχολή” (π.χ. Τζίγκα Βερτόφ, Γιόρις Ίβενς, Χαϊνόφσκι – Σόιμαν κλπ).

ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΣΕΙΡΕΣ (Σήριαλ – Serial)

Τα σήριαλ προκειμένου να έχουν διάρκεια, συνήθως εξουθενώνουν τον θεατή με ανούσιες λεπτομέρειες. Δεν διακρίνονται δηλαδή για την καλλιτεχνική τους οικονομία. Παρακολουθούμε δηλαδή πώς οι ήρωες φτιάχνουν τον καφέ τους, πόση ώρα κάνουν να ντυθούν κλπ.
Για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή αξιοποιούν κατά κάποιο τρόπο την εμπειρία της κλασσικής δραματουργίας (κορυφώσεις στα μονά επεισόδια – 1ο, 3ο, 5ο κλπ, απρόοπτα γεγονότα – έστω κι αν συνήθως δεν είναι καθόλου πειστικά – ίντριγκες για τη δημιουργία σασπένς, “ανατροπές” όπως η μαμά να ερωτεύεται το φίλο της κόρης της κλπ).
Ασφαλώς μπορούν να δημιουργηθούν και ενδιαφέρουσες τηλεοπτικές σειρές, αλλά αυτό το αποφεύγουν τα κανάλια γιατί ανεβάζουν το κόστος και χρειάζονται πολύ χρόνο για να γυριστούν.
Ο Ράινερ-Βέρνερ Φασμπίντερ γύρισε το σήριαλ “Βερολίνο Αλεξάντερ Πλατς” με καθαρά κινηματογραφικές απαιτήσεις. Σπουδαία δουλειά, μεγάλη επιτυχία αλλά και τεράστιο το κόστος. Η γερμανική τηλεόραση δεν ξανατόλμησε κάτι παρόμοιο.

ΟΛΑ “ΣΕΝΑΡΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ”

Οι ειδήσεις έχουν σενάριο:
  • Η σειρά των θεμάτων
  • Πότε μιλάει ON και πότε OFF ο τηλεπαρουσιαστής
  • Ρεπορτάζ
  • Υλικό αρχείου
  • Δηλώσεις διαφόρων προσώπων κλπ
Το βιντεοκλίπ έχει σα βάση σεναρίου τα λόγια του τραγουδιού. Η εικόνα όμως έχει συνήθως μια άλλη αυτόνομη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δείγματα σεναρίων
Απόσπασμα από το πρωτότυπο σενάριο του Σεργκέι Αϊζενστάιν για την ταινία “Οκτώβρης”.
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

Τα χρυσά,
οι πολύτιμες πέτρες,
λάμψεις κάλυπταν το στέμμα του τσάρου, το σκήπτρο, την αυτοκρατορική σφαίρα.
Το χρυσάφι έλαμπε,
αυλάκωνε τη λάμψη,
σπινθηροβολούσε τις πέτρες…
Όσο… Όσο οι λιμοκτονούσες μάζες δεν είχαν ορθώσει τις σκελετωμένες γροθιές των γυναικών,
όσο τα τραχιά χέρια των εργατών δεν είχαν σταματήσει τις μηχανές,
όσο , από τη γη, δεν είχαν υψωθεί τα φλογερά φυλλάδια,
όσο δεν είχαν παύσει οι ριπές στα πεινασμένα χαρακώματα,
όσο δεν είχαν ορθώσει, κουνήσει το απειλητικό χέρι.
Αλλά να που ΣΗΚΩΘΗΚΑΝ,
και ύψωσαν τα χέρια.
Και το στέμμα άρχισε να θαμπώνει, να ξεθωριάζει.
Τότε η εκτυφλωτική λάμψη εξαφανίστηκε.
Τότε έγινε ορατό το βαρύ, καταθλιπτικό είδωλο…
Το είδωλο της απολυταρχικής εξουσίας, που ορθώνεται
πάνω στη γιγαντιαία γυαλιστερή πέτρα, με φόντο ένα ουρανό γεμάτο απειλητικά σύννεφα.
Οι μεγαλειώδης διαδηλώσεις κινούνταν σαν κύματα του ωκεανού.
Το ένα κύμα μετά το άλλο, οι μάζες των εργατών,
κύμα το κύμα, οι μάζες των αγροτών, οι μάζες των στρατιωτών,
κύμα το κύμα, έρχονταν να διογκώσουν το ανώτατο ένατο κύμα.
Και, ανεβασμένος στην αφρό της γενικευμένης αναταραχής, ένας ζωντανός ανθρωπάκος, ένας εργάτης, έβαλε το πόδι του πάνω στο στέμμα του τσάρου.
Πάνω στη μολυβένια κορώνα του αγάλματος του Αλέξανδρου του τρίτου.
Άγαλμα που υψωνόταν στη σκιά των χρυσών τρούλων του “Σωτήρος”, δίπλα στις γραμμές του τραμ.
Στον μεταλλικό αυχένα του αυτοκράτορα, ζωντανά χέρια πέρασαν μια εύκαμπτη – και θανατηφόρα – θηλιά .
Το σκοινί τεντώθηκε,
ο κόμπος σφίχτηκε…
τα καρφιά τινάχτηκαν…
ταλαντευόμενη, η κούκλα κύλησε από το βάθρο της,
έπεσε και θρυμματίστηκε.
Σαν θραύσματα πετάχτηκαν οι λέξεις:

ΣΕ ΟΛΟΥΣ! ΣΕ ΟΛΟΥΣ! ΣΕ ΟΛΟΥΣ!…

Στις φυλακές, στους ωχρούς κρατούμενους,
Στις πόλεις, τις στέπες, τους αγρούς.
Στους Γεωργιανούς, στους Κιργκίζιους, στους Φινλανδούς
ΣΕ ΟΛΟΥΣ! ΣΕ ΟΛΟΥΣ!
Και στους αστούς και διανοούμενους συγκεντρωμένους στο ανάκτορο Ταβριτσέσκι.(έδρα της Δούμας)
ΣΕ ΟΛΟΥΣ!
Στους στρατηγούς,
στους εμπόρους,
στους αστυφύλακες
ΖΗΤΩ!
Δαγκώνοντας το στόμα οι αρχιδιάκονοι φώναζαν:
ΖΗΤΩ Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Ο μητροπολίτης του Νόβγκοροντ χαιρέτησε την κυβέρνηση με ένα Te Deum.
Ένας αξιωματικός της αστυνομίας από την επαρχία χαιρέτησε τον Ροτζιάνκο με ένα τηλεγραφημα:
“ΟΝΤΑΣ ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ
ΕΔΩ ΚΑΙ ΔΕΚΑ ΕΦΤΑ ΧΡΟΝΙΑ,
ΧΑΙΡΕΤΙΖΩ ΤΗΝ ΑΥΤΟΥ ΕΞΟΧΟΤΗΤΑ ΣΑΣ…”

Οι καμπάνες χτύπαγαν…
Τα θυμιατά πηγαινοέρχονταν…
Οι ομιλητές των μικροαστικών κομμάτων ξελαρυγκιάζονταν σαν τις μπαλαλάικες…
σαν τραγούδι αϊδονιών πετούσαν η ήχοι του τηλέγραφου:

ΣΕ ΟΛΟΥΣ… ΣΕ ΟΛΟΥΣ… ΣΕ ΟΛΟΥΣ…

ΝΤΕΚΟΥΠΑΖ ΣΕΝΑΡΙΟΥ
Από την ταινία του Στήβεν Σπήλμπεργκ “Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία Σταυροφορία”

Η σκηνή παρουσιάζει ένα επεισόδιο από την παιδική ηλικία του Ιντιάνα Τζόουνς. Ο νεαρός Ιντιάνα έχει καταφέρει να αποσπάσει έναν πολύτιμο σταυρό του πέμπτου αιώνα από μια ομάδα ληστών που τον είχε κλέψει. Ο νεαρός δραπετεύει με το άλογο και πηδάει σε ένα τρένο που μεταφέρει ζώα του τσίρκου. Πέφτει μέσα στο λάκκο με τα φίδια, καταφέρνει να βγεί αλλά οι ληστές τον προλαβαίνουν…

Εικόνα Ήχος
1. Εξωτερικό, ημέρα. Πάνω στην οροφή του βαγονιού. Ο ληστής όρθιος προχωράει προς τον Ιντιάνα που οπισθοχωρεί καθισμένος στα πόδια του προς τη μηχανή λήψης, αλλά βρίσκει μια καταπακτή.

Ληστής: “Έλα μικρέ, δεν μπορείς να ξεφύγεις”.
2. Εσωτερικό του βαγονιού. Ο Ιντιάνα πέφτει από ψηλά στο πάτωμα και η κάμερα μετακινείται ελαφρά από πάνω προς τα κάτω.

Μουσική
3. Γκρο πλάνο του Ιντιάνα που παραμερίζει τα μαλλιά από τα μάτια του.

Μουσική
4. Από το βάθος του βαγονιού ένα λιοντάρι βαδίζει προς τον Ιντιάνα που είναι καθισμένος κάτω με τις πλάτες στο αριστερό μέρος του πλάνου.

Μουσική
5. Μεσαίο πλάνο του Ιντιάνα που οπισθοχωρεί προς τον τοίχο.

Μουσική και κραυγές του Ιντιάνα.
6. Γενικό πλάνο του λιονταριού που πλησιάζει.

Μουσική.
7. Μεσαίο πλάνο του Ιντιάνα που γυρίζει για να πάρει το μαστίγιο που κρέμεται στον τοίχο.

Μουσική.
8. Γενικό του λιονταριού.

Βρυχηθμός του λιονταριού.
9. Αμερικάνικο πλάνο του Ιντιάνα που πλαταγίζει το μαστίγιο.

Μουσική.
10. Γκρο πλάνο του Ιντιάνα που δείχνει την ουλή που του άνοιξε στο μέτωπο το μαστίγιο.

Μουσική.
11. Γκρό πλάνο του λιονταριού.

Μουσική.
12. Μεσαίο πλάνο του Ιντιάνα που στριφογυρίζει το μαστίγιο.

Μουσική.
13. Λεπτομέρεια του χεριού του Ιντιάνα με το μαστίγιο.

Μουσική.
14. Η κάμερα κινείται από πάνω προς τα κάτω. Από το πρόσωπο του Ιντιάνα στο χέρι του που παίρνει το σταυρό από το πάτωμα.

Μουσική
15. Γκρο πλάνο (κόντρ πλονζέ) των ληστών που εμφανίζονται στην καταπακτή.

Ληστής: “Πέτα το μαστίγιο”.

16 Ο Ιντιάνα πετάει προς τα πάνω την άκρη του μαστιγίου και ο ληστής το πιάνει (η κάμερα ακολουθεί την κίνηση από τα κάτω προς τα πάνω).

Μουσική.
17. Γκρο πλάνο του λιονταριού που κάνει ένα πήδημα.

Μουσική.
18. Οι ληστές τραβούν επάνω τον Ιντιάνα ενώ το λιοντάρι, πηδώντας, προσπαθεί να δαγκώσει.

Μουσική.
19. Εξωτερικό, ημέρα. Μεσαίο πλάνο των ληστών που βοηθούν τον Ιντιάνα να σηκωθεί.

Ληστής:“Το λέει η καρδιά σου μικρέ, αλλά αυτό μου ανήκει”.

Σημείωση: Η σκηνή διαρκεί 45 δευτερόλεπτα.

31 Ιανουαρίου 2014

Ann Hamilton

Filed under: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ-ARTISTS — admin @ 09:39

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=Vfgr6KPCTgc]

30 Ιανουαρίου 2014

SOL LE WITT

Filed under: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ-ARTISTS — admin @ 23:10

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=6mQhCzk3YHs?list=SP22E2A1B2A2A0D029]

29 Ιανουαρίου 2014

Man In the Bathroom

Man in the Bathroom started as an idea when Nodas Kaklamanis had to make his own music about his appearance as a guest at Dimitris Papaioannou concept/theatrical ‘’ΜΕΣΑ’’.(2011)
Experimentalling with mono recordings and instruments like guitar drums vox bass synths Man in the Bathroom tells little city music stories.

https://soundcloud.com/man-in-the-bathroom

16 Ιανουαρίου 2014

3D Studio MAX – Character Modeling

Filed under: 3DMAX,ΛΟΓΙΣΜΙΚΑ-SOFTWARE — admin @ 15:47

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=1IU4_-di1Pw?list=SPE4693155A242C51F][youtube http://www.youtube.com/watch?v=xiWZY2tWqAY?list=SPE4693155A242C51F][youtube http://www.youtube.com/watch?v=XALoNHeCb9E?list=SPE4693155A242C51F]

………………………………………………………………….

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=FH4UU8I0JcI&w=420&h=315][youtube http://www.youtube.com/watch?v=ivsbM0dC4mw&w=420&h=315]…………………………………………

13 Ιανουαρίου 2014

the video as part of

Machinations from Georges Aperghis. With Sylvie Levesque, Donatienne Michel-Dansac, Olivier Pasquet, Sylvie Sacoun, Genevieve Strosser. Creation Ircam 2000. Video capture 2007. [youtube http://www.youtube.com/watch?v=qF1Ez1Dz7O8]

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=tWnwXoXWkBk]

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=G0jUe5asJI4]

12 Ιανουαρίου 2014

Abita

Filed under: NOTES ON ANIMATION,ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ-ARTISTS — admin @ 09:44

//player.vimeo.com/video/51297975
Abita from Shoko Hara on Vimeo.

7 Ιανουαρίου 2014

5 parallel action-6 familiar image

Filed under: NOTES ON CINEMA — admin @ 18:17
5. Parallel action

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=vKZPgGbUuX0]

Στις αρχές της άνοιξης του 1242, οι Τεύτονες Ιππότες νίκησαν μια μικρή δύναμη Νοβγκοροδιανών περίπου 20 χιλιόμετρα νοτίως του φρουρίου Ντόρπατ (του σημερινού Τάρτου). Οδηγούμενοι από τον πρίγκιπα-επίσκοπο Χέρμαν του Ντόρπατ, οι ιππότες και η βοηθητική δύναμη συνάντησαν το στρατό του Αλέξανδρου Νιέφσκι στη στενή λωρίδα γης που χωρίζει το βόρειο και το νότιο τμήμα της λίμνης Πέιπους (στα ρωσικά: Τσουντ) στις 5 Απριλίου. Ο Αλέξανδρος, θέλοντας να πολεμήσει σε έδαφος της επιλογής του, υποχώρησε για να παρασύρει τους υπερρόπτες ιππότες στην παγωμένη λίμνη.
Οι τευτονικές δυνάμεις αριθμούσαν 500 έως 1.000 εξαιρετικά εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους ιππείς (οι περισσότεροι ήταν πιθανώςΕσθονοί) και 2 έως 3 χιλιάδες πεζικάριους και βοηθητικούς. Στον αντίποδα, η δύναμη του Νόβγκοροντ περιελάμβανε τις επίλεκτες φρουρές του Αλέξανδρου και του αδελφού του (περ. 1.000), την πολιτοφυλακή του Νόβγκοροντ και ένα απόσπασμα Τουρκομογγόλων (γενικά ο Νιέφσκι είχε εξαιρετικές σχέσεις με τη Χρυσή Ορδή), συνολικά περίπου 5.000 ανδρες.
Σύμφωνα με ρωσικά χρονικά της εποχής, μετά από ώρες μάχης εκ του συστάδην ο Νιέφσκι διέταξε το αριστερό και δεξί άκρο τωντοξοτών του να μπουν στη μάχη. Οι ιππότες, εξουθενωμένοι από τη σύγκρουση και αδυνατώντας να ελιχθούν σωστά με τα άλογά τους επάνω στον πάγο, άρχισαν να υποχωρούν ατάκτως. Λίγο αργότερα, η εικόνα του νεοαφιχθέντος ρωσικού ιππικού τούς έκανε να χάσουν και τα τελευταία στοιχεία συνοχής. Όταν προσπάθησαν να ανασυνταχθούν στην άκρη της λίμνης, το λεπτό στρώμα πάγου κατέρευσε από το βάρος του οπλισμού τους και πολλοί πνίγηκαν.
Σημασία της Μάχης]Χρησιμοποιήθηκε επίσης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) από τη σοβιετική προπαγάνδα, ως παράδειγμα για τη δυνατότητα απόκρουσης των Γερμανών. Κατόπιν παράκλησης του Στάλιν, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε την κινηματογραφική ταινία «Αλέξανδρος Νιέφσκι» – η αναπαράσταση της Μάχης του Πάγου θεωρείται μια από τις πιο εμβληματικές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Έτυχε μάλιστα η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού να συμπέσει με τα 700 χρόνια από τη μάχη, γεγονός που τιμήθηκε με την καθιέρωση του παρασήμουτου Τάγματος του Αλεξάνδρου Νιέφσκι για όσους θα διέπρεπαν στις μάχες.Η Μάχη των Πάγων περιγράφεται ως γεγονός τεράστιας σημασίας κυρίως από τους Ρώσους ιστορικούς, καθώς η νίκη του Νόβγκοροντ ανέκοψε την επέκταση των Τευτόνων και πιθανά τον εκκαθολικισμό των ανατολικών σλάβων.

6.Familiar Image

6 Ιανουαρίου 2014

4. separation-psycho

Filed under: NOTES ON CINEMA — admin @ 12:51
separation

http://ffilms.org/psycho-1960/   *  13.47-16.21
35shots paper –
graphic and spatial composition- rhythm and apparent time

*A young woman steals $40,000 from her employer’s client, and subsequently encounters a young motel proprietor too long under the domination of his mother.

Director: Alfred Hitchcock
Writers: Joseph Stefano (screenplay), Robert Bloch (novel)
Stars: Anthony Perkins, Janet Leigh and Vera Miles

4.
A,B,A,B,A,B
-οικείες σχέσεις ανάμεσα σε κομμάτια που προβάλλονται ξεχωριστά στη σκηνή
-περιέχει τα συστατικά της κινηματογραφικής γλώσσας

from
http://pov.imv.au.dk/Issue_06/section_1/artc5A.html

P:O.V. No.6 – The Art of Film Editing

Separation or combination of fragments?
Reflections on editing

Edvin Kau

Editing is nothing. Bits and pieces are combined, but the combining itself is an invisible way, an aesthetic principle. It is this nothing that lets us see what is being combined in a certain way.[1]

Parts and wholes

Whether you talk about editing, cutting, montage, decoupage – or assembling for that matter – you must have something to edit, cut, etc. To make combinations, it is necessary to have some parts. And you must have some elements of material to make parts out of. To get the right raw material for the actual putting together you may cut or slice your takes into pieces. The process of combining requires fragmentation of material.Further reflection on some aspects of this practice may need some clarifying definition of the concepts of ‘shot’ and ‘take’. In the finished film, a shot is the term for the smallest, unbroken series of frames, which has been chosen during the editing process – from a continuoustake (the amount of material that has been recorded without stopping the camera). That is: one piece of uncut film. In short, the shot is that part of a take which is actually chosen and used in the finished movie. (Furthermore, this means that if a take is cut into several pieces and edited together with other pieces in a way that separates them from each other, we have to consider them as different shots, if we want to analyze the resulting scene). In order to make the film (audio-visual story, poem, documentary…), the raw material in the form of shots are joined together through the editing or montage process in different kinds of ways: direct cut, dissolve, fade, wipe etc.
Using a few examples, I shall discuss some aspects of the concept of editing and especially what meanings or contents different practices and ways of perceiving them may produce. To do this it will be useful to bear in mind that we may approach the editing practice from two perspectives:

  1. With emphasis on: detailing or making parts out of the material.
  2. With emphasis on: assembling or making wholes out of the material.

The first we may also call separation in general. The second we may call combination in general.In his brilliant book “Elements of Cinema” Stefan Sharff has a chapter on separation (p. 59-83). His first definition is:

Separation: fragmentation of a scene into single images in alternation – A,B,A,B,A,B, etc. (Sharff, p. 6).

This is in line with what I have said above about shots, takes, separation in general, and combination in general. In the same breath it must be said that Sharff has another, more specific and narrow definition, which he also practices, when he analyzes his examples:

Separation: Shooting people in separate shots who are actually close together. A conversation may be filmed with one person looking right in medium shot and the other looking left in close-up (probably after a two-shot establishing their nearness). A unique tool of cinema which can bring people in closer relation than if they were in the same shot (Sharff, p. 180).

He reserves his concept of separation for scenes with two or more persons talking and listening to each other, filmed and visually told about in a uniquely cinematic language that tells about their intimate relationships. Sharff draws upon both sides of this practice: the fragmentation into details and the assembling of wholes and pointing out the dialectical relationship between them. This is a very clear and only apparently simple observation. In fact it is a very strong conceptual and analytical tool, and I think it is fruitful to use it about editing in general.

Intimate suspense

to the top of the page

Sharff demonstrates his ideas about separation through analyses of scenes from Hitchcock’s Psycho and Renoir’s Grand Illusion. In Psycho it is the scene where Marion, who has stolen $40.000, is on the run, and has been driving all night, has fallen asleep in her car and is woken up by a cop, who detects her from his Highway Patrol car. In accordance with his definition Sharff is focusing on the intimate relation between shots of Marion and shots of the cop, stressing her nervousness, the tension, and the excitement that results from the montage of slightly different (in composition, angle, and distance) frames of the two characters (Fig. 1-2).

Fig. 1-2. Marion and the cop in Psycho.

Separation can accommodate any given thematic situation, but cinematically its specialty lies in the ability to create intimate relationships between parts seen separatelyon the screen. This ability makes the element of separation specific in its techno-cinematic laws of structure. Those laws interlock with factors of screen reality. A more realistic alternative to two people talking in separation would be to show them both in one frame. Yet it is the strength of the element of separation that,seen one at a time, those people seem in a more intimate “dramatic” contact. Successfully executed, separation can be one of cinema’s most effective devices. The audience is drawn to participate in a controlled fashion in unifying the separate parts (Sharff, p. 7; my italics, EK).

The editing practice of separation, then, has nothing to do with reality or realism. The potential lies in the possibility to bring the separate parts together, creating intimate relations in the special screen reality. Also, Sharff has an eye for the involvement of the viewer’s activity. And all this can be achieved through the potential of media specific characteristics of cinema, which I call the ability to record and store “lumps” of space and “lumps” of time and use these to make a special kind of cinematic raw material with which it is possible to create what Sharff calls screen reality.As mentioned above Sharff concentrates on Hitchcock’s construction of psychological tension in the “cop scene” as a result of separation: matching and confronting frames of persons in certain patterns (Fig. 1-2). But to take the point a little further in order to generalize the ideas, as I have suggested, we might pay closer attention to a detail, which slips through Sharff’s net because of his focus on the separation series of close-ups. I am thinking of the first cut from the separated faces to a medium close-up of Marion and the cop taken from the opposite side of the car (Fig. 3-4). Sharff does not elaborate on this as another combination, but is satisfied to call it “an ingenious resolution of the separation (…). Multiangular fragmentation starts”, this last pattern taking over, as the scene ends with Marion being allowed to drive on.

Fig. 3-4.

But if we consider the principle of interplay between separation and combination[2] in a more general perspective, we notice that, combined with the preceding part of the scene, this cut – the very editing of precisely this shot to the separation series and especially to the cop’s face renews the suspense, or more accurately tops it with the release of a moment of thrill: in the foreground between the camera and Marion and at least partly hidden from the cop in the background is her handbag, and we know that the stolen money is in it. In fact, part of the envelope with the money is visible. To get the driver’s license the cop has asked for she has to dig between the things in the bag; will the cop discover anything? Precisely on the cue of his question about the license Hitchcock jumps out of the close-up series and its compositions to the medium close-up which (besides the above mentioned composition in depth) is given a special function as “pointer” with a the special and delightful “Hitchcockian touch”: not something placed in the centre of the frame or highlighted in other ways, but a detail in a corner or, as in this case, at the very bottom of the picture. Through its position and Marion’s eye line the envelope becomes the centre of interest. The risk of as simple an action as finding her license is given visual power through the editing’s combination of shots.

Intimate understanding

to the top of the page

The other example is a prototypical demonstration of Sharff’s idea. In Grand Illusion a French and a German officer, both aristocrats, have a conversation in a German castle which serves as prisoner of war camp during World War I. That is, the French captain Boëldieu is colonel Rauffenstein’s prisoner. But since they are of the same class, they understand each other, and Sharff shows how their “friendly chat” (Sharff, p. 65) with their views on fate, honour, etc. – and intimate understanding in spite of their roles as enemies – is given an aesthetic solution and communicated through what we might call a symmetrical use of separation as editing principle (Fig. 5-8).

Fig. 5-8.

Following Sharff’s definition the scene starts with a two-shot followed by separation and closes by returning to a two-shot frame. It is a beautiful case of separation, demonstrating that this editing practice can almost eliminate the sense of distance between characters that a two shot may show. The fact that the characters are not shown beside each other in the same frame (and consequently in a visible distance from each other), but in frames that are edited on top of each other so to speak, brings them visually together and demonstrates the psychological intimacy as a gesture, a cinematographic articulation of space and time.

Combinations of conflicts and correspondences

to the top of the page

It is essential to Sharff to show how purely cinematic means can lead to psychological ends. How editing and the relations between separation and combination can tell stories about characters’ psychological states and their relationships. This means that the narrative and its story are dependent on and told directly by the cinematic style.This is not only true of conversation scenes which are as relatively simply designed as Sharff’s examples. Let me mention a few other examples that may take the inspiration from this way of looking at editing a bit further and make it useful in the analysis of more complex variations of editing/separation/combination. In his film Michael (1924) Carl Th. Dreyer has a scene with a famous painter, Zoret, and his protégé, Michael. They have been lovers for some time, but now Zoret has understood that their relationship is threatened by Countess Zamikof; Michael is falling in love with her. Zoret has told that he is going to make a painting with the title “Caesar and Brutus”, and from his and Michael’s exchange of glances it is clear who Brutus is going to look like.

Fig. 9-13.

After a visit by Zamikof Zoret gives Michael another painting, “The Victory”, as a present. This is told in this way by Dreyer (fig 9-13): a long shot from behind (Fig. 9) shows Zoret, who is looking at the painting; Michael enters from the right to say goodbye. Via the painting (Fig. 10) he cuts to a medium close-up of the two men en face/in profile; Zoret puts his hand around Michael’s neck (Fig. 11), saying, “‘The Victory’ is my best painting – I give it to you!” Following this text, Fig. 12 shows a close-up of Michael left and Zoret en face right; Michael looks down, Zoret to the right, saying, “Everything will belong to you, eventually.” In the medium close-up in Fig. 13 (corresponding to Fig. 11) Zoret moves his hand from Michael’s neck and puts it on his left hand; Michael puts his right on Zoret’s and expresses his gratefulness. In a long shot (like Fig. 9) Zoret disrupts/breaks the situation, and goes to the right in the direction of the door out. Another long shot from the opposite end of the room shows them from the back; they say goodbye, and Michael leaves.The scene is an early example of Dreyer developing a cinematic language using editing patterns, rhythm, and picture composition to move around and close in on his characters. In many scenes we find a development with beginning/distance – middle/intimacy – and end/distance. But at no time you will find a repetition of the same type of shot. For example, a close-up will never be followed by another close-up. With each cut a new step in the development of the scene is taken. Every shot takes us further, but no shot is placed only to get on. The string of frames is one small, complete visual story. In this way a director, in this case Dreyer, is narrating the story tightly, functionally, without unnecessary repetitions, but with great visual variation.[3]
Apart from different ways of connecting shots, like direct cut, dissolve, wipe, and others, Sharff has a special concept for certain ways of binding shots together that he calls penetrations: actions or things which ‘penetrates’ from one shot to the other. One example would be a person in one shot giving a person in the next something. In this way a cup and the action of giving/receiving may link two shots together. This may also be taken a step further, I think, and it is possible to find such a mechanism in many, more subtle versions. One example we find in Dreyer’s The Passion of Joan of Arc. In her cell Joan is asking to be given the sacrament, and bishop Cauchon is apparently willing to grant her the opportunity; “The church is merciful (… etc.).” But when Joan reaches out and tries to take his hand, he is almost scared and draws his hand away (Fig. 14-15). This is told just by showing Joan’s face, her eyes looking in his direction and followed by the next shot, where her hand only just comes into sight in the bottom right corner of the frame, and in which we se Cauchon’s reaction.

Fig. 14-15.

Examples of another kind – but still showing editing’s potential of bringing separate things together across cuts – can be found in abundance in Nicolas Roeg’s Don’t Look Now (1973). The main character, John Baxter, is clairvoyant. From a present situation he can in fact “see” what is happening in other places or even in the future. He is not ready to realize that he has this gift. But the film can demonstrate what is going on when John senses things beyond the ordinary space and time limits of a situation. Already during the first minutes of the film Roeg is telling us about this, using almost nothing else but precisely his way of editing. I shall mention just one example: when his daughter, who is playing outside the house, throws her ball (into the pond in which she is going to drown a few moments later), the action and movements are mirrored exactly in the following shot showing John tossing a packet of cigarettes to his wife (Fig. 16-17).

Fig. 16-17.

The supernatural connections that John has a gift for but won’t admit to – the film can quite literally show. In this case Roeg’s editing is an incarnation of what is told about this way of “viewing” things. A very subtle way of using editing as part of the cinematic language to combine separate elements.

Editing as style. Style as story telling

to the top of the page

My last example is taken from the Danish television series Matador (Erik Balling, 1978; episode 5, set in 1932). During this sequence we see scenes from three different homes. It is early morning, people are waking up, and some of them are doing their morning gymnastics following a radio programme, in which one of the first Danish radio stars, Captain Jespersen (in a very sergeant-like commanding voice), tried to drill the Danish population into getting sound bodies for hopefully sound minds.I shall describe the shots, frames and editing in some detail and go a little beyond Sharff’s use of the concept of separation (reserved for dialogues and a limited range of visual variation). I do this to reach a wider perspective in my discussion of the relation between separation and combination – that is, of editing – and its consequences for the construction of meaning and screen reality in audiovisual media.

Fig. 18-22. 18-19 are two frames from one shot. The camera moves from close-up to medium long shot, while Maud half awake finds out that Hans Christian has gone to the living room to do his gymnastics.

I. The Varnæs house. (Varnæs is the managing director of the local bank).Shot 1. Medium close-up of Maud (Mrs. Varnæs). Without opening her eyes she reaches out trying to find her husband, Hans Christian’s face, but all she can feel (opening her eyes) is the empty pillow. During this thecamera pulls backwards, and the shot ends in medium long shot, while Maud draws her eiderdown over her head, staying in bed to sleep. She is clearly disappointed, and although she can hear nothing, she knows. He’s at it again. CUT TO
Shot 2. Close-up of a modern, up to date radio. (Fig. 20). Capt. Jespersen: “Sit down on the floor! (etc. … giving instructions without stop). CUT TO
Shot 3. Medium long shot of Hans Christian starting the exercise (Fig. 21), following the voice from the radio. The camera near the floor, below table level and shooting him in a direction partly under the grand piano (fig 22). CUT TO
II. Dr. Hansen having breakfast in bed.
Shot 4. Close-up of an older and more primitive radio, a crystal set with ear phones. In the middle of Capt Jespersen’s explanations a cut brings us to Dr. Hansen’s bedroom. Camera pans right showing part of his body and the tray. The camera’s tilt up combined with a short pull backwards reveals the identity of the man sitting in bed eating, but otherwise doing nothing in spite of the captain’s orders. When he starts showing his annoyance with the health fanatic, we have a CUT TO

Fig. 23-25.

III. Skjern’s getting up.Shot 5. Close-up of a third radio (better than Dr. Hansen’s, but not quite as modern as Varnæs’; Fig. 26) in yet another house; we are now with the Skjern family.[4] The captain’s “fitness programme” is carried on through all three parts of the sequence. We hear it continually while the sound quality, the standard of the technical equipment, and the rooms are demonstrating their own story about social positions in the small town. CUT TO

Fig. 26-28.

Shot 6. Medium long shot of Mads Skjern’s wife, Ingeborg (Fig. 26). She wakes up and gets out of bed stretching out to look for her husband, who is exercising in the living room next door. To follow her eye line the camera pulls a little away from her and pans to the left. In a long shot through the door we see Mads work out, still in his pajamas (Fig. 28). CUT TOShot 7. Long shot of another door opening. From inside the same room as Mads we see the maid looking in wonder at Mads (Fig. 29). Going towards the kitchen she disappears to the left, but a pan left shows her take another glance through another door (Fig. 30). When she turns away to go on with her work Mads appears from the bottom of the frame (Fig. 31). He is still bending and stretching his knees, moving up and down. The camera follows him, tilting down and up one time; while he is on his way to a standing position again Ingeborg arrives from the left and in the extreme foreground of the frame (Fig. 32). Going down again he ends sitting on his knees with an astounded expression on his face (Fig. 33). CUT TO

Fig. 29-33.

Shot 8 . Long shot (like the end of shot 6) showing Mads and Ingeborg through the door (Fig. 34). She is sitting down right in front of him. CUT TO

Fig. 34-36.

Shot 9. Close-up of Ingeborg, “You are going to be a father.” (Fig. 35). CUT TOShot 10. Long shot (like 8). Mads lowers his arms, “Is this a way to tell it?” Ingeborg gets up with a small laughter, while getting up: “I’ve always wanted to beat Capt. Jespersen.” (Fig. 36). CUT TO
Shot 11. Close-up, slightly from above, of Mads looking up at Ingeborg (Fig. 37) who continues, “He ought to see you now.” Camera tilts upwards with Mads, holding the close-up; “Thank you, Ingeborg.” (Fig. 38). CUT TO
Shot 12. Close-up of Ingeborg: “Thank you!” (Fig. 39).

Fig. 37-39.

For some shots (12-16) the editing and camera work is pure separation in the Sharff sense, cutting back and forth between close-ups of the two characters. Mads is asking, if she is sure, and Ingeborg assures him that Dr. Hansen has confirmed that she is pregnant. Mads talks about taking special care of her from now on. But inShot 16. Close-up of Ingeborg, she replies: “No, that certainly would be a terrible idea!” She starts moving to the right and forward towards the camera. (Fig. 40). CUT TO
Shot 17. Medium close-up in a reverse shot compared to shot 15; with Mads standing to the right Ingeborg is seen from the back moving into the background. The camera follows her in a pan left, in the doorway she tells their son and daughter to hurry up. Pan right as she disappears on her way to the kitchen. Mads now in medium close-up. From the other doorway Ingeborg tells Mads, “And you too. Unless you are going to arrive in that outfit.” (Fig. 41-43).

Fig. 40-43.

The important thing to notice in this sequence, in relation to editing of course, is the way some parts are separated (singled out/selected) and combined while others are shown as uncut shots. In other words, what patterns of separation and combination are constructed, and what do they offer the viewer as material for consideration or interpretation? And how are sounds and shots distributed in relation to each other? I shall characterize some of the results I find through the break down of the sequence.The first three shots (Fig. 18-22) not only show Maud in bed and Christian exercising. The important thing is that her situation and reaction are described in a separate shot, and through the subtle camera movement. She is isolated (and frustrated) in the bedroom; and not only visually: it is only with the cut to the radio (Fig. 20) that Capt. Jespersen’s voice is heard. So, both visual and sound editing is about a certain degree of isolation within this marriage.
The scene with Dr. Hansen (a single shot; Fig. 23-25) gives the audience a hint of his life as a bachelor, and he is shown as a contrast to the other two men; one trying to stay in shape on the (lonely) top of the social ladder (Hans Christian; Fig. 21-22), and the other getting in shape to be able to climb and struggle together with his family (Mads; Fig. 28). At the doctor’s there is no need to cut in order to show any conflicts at the moment.
At Skjern’s all doors are open. Ingeborg can hear the radio through the door from the living room. Still, Mads’ activity at this point is separated from the bedroom; this is also shown through the cutting (Fig. 26-27) from radio to Ingeborg, combined with the pan (Fig. 27-28) from her to Mads seen through the door. An even higher degree of connection might have been shown, if a pan from radio to Ingeborg and perhaps even continuing to Mads had been used. But this is not the case. Still, the solution that has been chosen shows another degree of separation than that of the Varnæs marriage. Maud can’t even hear the radio, she just knows the reason, why Hans Christian has left the bedroom.
In contrast to this, the radio can be heard all over the Skjern apartment. The maid, too, can hear what is going on, she can even have a look at her boss’ morning exercise (Fig. 29-30). (This is something that will change as Mads takes his family to higher steps on the social ladder. The separations, also shown in the setting of their homes, come to resemble the Varnæs way of life more and more).
In this way the audiovisual definition of chosen partsand their connections – or as we have called them: theseparation and combinations – characterizes these people socially and psychologically. This, too, is what can be done by editing. Are things and characters shown or brought together through direct cuts , or in pans or other uncut camerawork? The last part of the scene with Mads and Ingeborg shows them in a separation series of shots (like Fig. 38-39) in the strict sense, as defined by Sharff; and in accordance with what I have written about the scene as a description of an “open” home, it is true that their dialogue becomes a peak of intimacy. At this moment “pure” separation is embedded within the larger pattern of separation and combination that I have been trying to develop from Sharff’s concept.[5] Principles of editing and details of camera work give each of the three scenes their special internal qualities, and across the sequence as a whole these features are brought together in an interplay of variations which gives the audience further story potentials to play with.

Editing another, artificial world

to the top of the page

Not only during the production process (shooting), but also in putting bits and pieces together in the editing process (that even if they have been filmed as a kind of print from reality, are not reality any more) – films are, in Murch’s words, “no longer ‘earthbound’ in time and space”.[6] Murch goes on to say that if “we could make films only by assembling all the elements simultaneously, as in the theater, the range of possible subjects would be comparatively narrow.” Instead, he points out : “Discontinuity is King”. This is a central fact during film production, the actual shooting, and in the light of the reflections on editing above I would like to stress this fact of discontinuity: Neither in production, nor in result is film material to be confused with, understood as, or interpreted in the same way as the real world we experience in our everyday life. The world of audiovisual media are constructions of meaning. The discontinuity[7] opens up a range of possible combinations in the finished productions, and consequently for the experience of the edited material.
In a number of examples we have seen that editing with its separation, selection, and combination builds even “smaller” dynamics of space and time, and does this in a variety of ways. This, together with Murch’s way of foregrounding discontinuity, can serve as a reminder that when working with film theory and analysis it is important at all times to keep in mind that 1) the very material – 2) the production of it[8] – and 3) the result – are drawn or cut away, so to speak, from the continuous time and space of reality.
This is a clarification of the definition of film as art(ificial) product, where the rules or modes of time and space experience in the real world has been suspended. In their place we get: rules of the medium itself. Maybe rhetorics of audiovisual media. Or we might say: possibilities of exploring or finding rules and rhetorics 1) through the practice of cinematic production, and 2) through analytical/theoretical reflection of potentials in the production of audiovisual meaning.[9]
The important thing is not to confuse the way we experience and navigate in the real world with how we understand and interpret film. Fundamentally, editing is one of the things that separates film from any link to the experience of everyday life. You can’t cut the world – but it is perfectly possible to cut and edit a film.


Literature

to the top of the page

Bordwell, David. Contemporary Film Studies and the Vicissitudes of Grand Theory, in: Post-Theory. Reconstructing Film Studies. University of Wisconsin Press, 1996.Bordwell, Davis & Thompson, Kristin. Film Art (4th edition). New York: McGraw-Hill, 1993.
Eisenstein, Sergei. Film Form. Essays in Film Theory. New York: Harcourt, Brace & World, 1949.
Juel, Henrik. Klip. Roskilde UniversitetsCenter, 1991.
Kau, Edvin. Dreyers filmkunst. Copenhagen: Akademisk Forlag, 1989.
Mast, Gerald. Film/Cinema/Movie. A Theory of Experience. New York: Harper & Row, 1977.
Murch, Walter. In the Blink of an Eye. A Perspective on Film Editing Beverly Hills: Silman-James Press, 1995.
Sharff, Stefan. The Elements of Cinema. Toward a Theory of Cinesthetic Impact. New York: Columbia University Press, 1982.


to the top of the page

[1] Condensed phrasing of points in conclusions on film style and aesthetics in Kau 1989, “Dreyers filmkunst”, p. 383-84.[2] Another way of discussing selection and combination involves going one step further from the concept of selection; to have something to edit, to combine, first you have to make fragments of raw material, to separate your parts.
[3] See my analysis of Michael in Kau, 1989, p. 87-106.
[4] Mads Skjern has taken just a few steps up the social ladder on his way to become the local “matador”, building and expanding his hosiery shop and eventually becoming a manufacturer himself.
[5] This larger scale of combination Sharff would probably call ‘orchestration’.
[6] Murch 1995, p. 7.
[7] Discontinuity in this case meaning: not following the unbroken and homogeneous nature of time and space of the real world. And just as it is possible during shooting to make takes in any order of time and space, it is possible to edit them in any order.
[8] For instance the selection of elements of reality to be recorded/filmed in order to become raw material; or drawings (for animations), or computer generated material, etc.
[9] A comment as an attempt to position my own work in relation to what recently has been labeled Grand Theory and met with criticism by people (most prominently David Bordwell and Noël Carroll) representing so-called Post Theory: Grand Theory has been dominated by attempts to develop all encompassing film theories inspired by and subsuming it under frameworks taken from fields like semiotics, psychoanalysis, Marxism, postmodernism, cultural studies, schools of philosophy. After having done research in such areas as philosophical problems of film theory, narration and classical American film style, Bordwell and Carroll in their articles in “Post Theory” suggest that researchers at least for a period leave the grandeur of shaping the medium after ideas about how the human race and the world are to be understood, sociologically, psychologically, culturally, philosophically, politically – as a whole. Instead, they prefer “piecemeal theory” or “middle-level research”, taking up more focused problems. This sounds very reasonable to me. What may be a little surprising, is that their “programme” looks like a return to detailed analysis and theorizing that has been going on “behind” the barricades of the grand theorists (and, in fact, instead of a programme we may call it an attempt to stimulate people to do a lot of very diversified research precisely without being restrained by preconceived ideas). In this way I think I can say that although I have been inspired by at least some of the “big guys” (like Metz, the semiologist, or Hjelmslev, or Freud, himself, and others…) almost all of my production exermplifies of what Bordwell calls “in depth inquiry” (Post Theory, p. 29). This is because, in my opinion, it doesn’t make much sense to fantasize about grand perspectives, if you don’t do your homework and try to understand the aesthetics and the rhetoric of the cinematic language. So, in many places around the world this kind of work has already been going on for many years. 

« Newer PostsOlder Posts »

Powered by WordPress

error: Content is protected !!