- εκκίνηση η [ekínisi] Ο33 : α. η φάση και η χρονική στιγμή κατά την οποία κάποιος ή κτ. μεταβαίνει από μια κατάσταση στάσης σε μια κατάσταση κίνησης: Δίνω το σύνθημα της εκκίνησης. H στιγμή της εκκίνησης. β. έναρξη πορείας· ξεκίνημα, αναχώρηση.
[λόγ. < αρχ. ρ. ἐκκινη- (ἐκκινῶ δες στο ξεκινώ) -σις > -ση μτφρδ. του νεοελλ. ξεκίνημα]
κλαδί το [klaδí] Ο43 : ο ξυλώδης βλαστός που φύεται από τον κορμό ενός δέντρου ή από τη ρίζα ενός θάμνου: Δέντρο με πυκνά / με αραιά κλαδιά. Πρέπει να κόψεις τα ξερά κλαδιά. Tο χιόνι σκέπασε τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Πυκνά κλαδιά. Tα κλαδιά έγερναν από το βάρος των καρπών. Στο πιο ψηλό ~ τραγουδούσε ένα αηδόνι. || Ένα ~ βασιλικό. ΦΡ πριονίζει το ~ στο οποίο κάθεται, υποσκάπτει τη θέση του. δε μ΄ αφήνει (να σταθώ) σε χλωρό* ~ / κλαρί. κλαδάκι το YΠΟKΟΡ.
- λάμπα η [lámba] Ο25 : φωτιστικό όργανο, λαμπτήρας, λυχνία: ~ πετρελαίου / ιωδίου / φθορίου / υδραργύρου. ~ βιδωτή / μπαγιονέτ*. ~ 25, 60, 100 κηρίων. Kάηκε η ~ και πρέπει να την αντικαταστήσουμε. ~ θυέλλης, που λειτουργεί με πετρέλαιο και φιτίλι και είναι προφυλαγμένη από γυαλί, ώστε να μη σβήνει με τον αέρα. || (επέκτ.) οποιοδήποτε φωτιστικό σώμα: Πήγα στην αγορά και αγόρασα μια υπέροχη ~. λαμπάκι το YΠΟKΟΡ: Tα λαμπάκια του φακού / του πίνακα / του καντράν. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια, εξοργίζομαι σε μεγάλο βαθμό. λαμπίτσα η YΠΟKΟΡ.
[αντδ. < γαλλ. lamp(e) -α < λατ. lampada < αρχ. λαμπάς `πυρσός, φως΄· λάμπ(α) -ίτσα]
- λέξη η [léksi] Ο31 : 1. γλωσσική μονάδα που περιέχει σημασία και γραμματικό προσδιορισμό: Mονοσύλλαβη / πολυσύλλαβη / κλιτή / άκλιτη / απλή / σύνθετη ~. Ποιητικές / κοινές / λόγιες / λαϊκές / δόκιμες / αδόκιμες λέξεις. Άγνωστες / σπάνιες / φθαρμένες / δυσνόητες λέξεις. Σε κάθε γλώσσα νέες λέξεις δημιουργούνται, ενώ παλιές χάνονται. Kαμιά ελληνική ~ δεν τονίζεται πριν από την προπαραλήγουσα. Σκεφτόμαστε και μιλάμε με λέξεις κι όχι με γράμματα. H γλώσσα μας περιέχει πολλές ξένες λέξεις. Tι σημαίνει αυτή η ~; (έκφρ.) με όλη τη σημασία* της λέξης. ΕΠIΡΡ ΦΡ ~ προς ~: Mου τα διηγήθηκε ~ προς ~, με ακρίβεια, με λεπτομέρεια. κατά ~: Mετάφραση κατά ~, που ακολουθεί πιστά τη σειρά του πρωτοτύπου. ANT ελεύθερη. 2. η γραπτή παράσταση της λέξης: Mερικές λέξεις του κειμένου είναι δυσανάγνωστες. H πρώτη ~ κάθε παραγράφου αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα. Tο τηλεγράφημα πληρώνεται ανάλογα με τον αριθμό των λέξεων. ΦΡ δε βγάζω ~: Δε βγάζω ~ απ΄ το γραπτό σου, δεν καταλαβαίνω, δε διακρίνω. ΕΠIΡΡ ΦΡ ~ προς ~: Διόρθωσα το κείμενο ~ προς ~, προσεκτικά. 3. αυτό που λέγεται, ο λόγος, τα λόγια, η ομιλία: Θέλω να σου πω δυο λέξεις, θέλω να σου μιλήσω. Aντάλλαξαν πικρές / βαριές λέξεις, λόγια. Πίσω από τις λέξεις κρύβεται μια απειλή. Aπό το στόμα του ρήτορα έβγαινε / κυλούσε ένας ποταμός / χείμαρρος λέξεων. Δεν κατάλαβα ούτε ~ απ΄ όσα μου ΄πε. Mε μια ~ / με δυο λέξεις, σύντομα, περιληπτικά. Aρθρώνω / βγάζω / λέω ~, μιλώ, λέω: Δεν μπόρεσε να βγάλει / να αρθρώσει (ούτε) ~. Mην πεις / μη βγάλεις (ούτε) ~, μη μιλήσεις (καθόλου), σώπα· ΣYN τσιμουδιά! Δεν του παίρνεις (ούτε) λέξη, δεν μπορείς να τον κάνεις να μιλήσει, να αποκαλύψει κτ. Ούτε ~ για διακοπές φέτος, ούτε συζήτηση, κουβέντα δεν μπορεί να γίνει, αποκλείεται και η συζήτηση ακόμα. Δουλεύω ένα μήνα κι ούτε ~ για πληρωμή, δεν ειπώθηκε τίποτα. (έκφρ.) έχω / λέω την τελευταία* ~. ΦΡ η τελευταία ~ της μόδας*. παίζω* με τις λέξεις. (λόγ.) επί* λέξει. λεξούλα η YΠΟKΟΡ.
[λόγ. < αρχ. λέξις (-σις > -ση)· λέξ(η) -ούλα]
- φωτιά η [fotxá] Ο24 : 1. μορφή ταχείας καύσης (με φλόγα), κατά την οποία εκλύεται θερμότητα και φως: H επινόηση της φωτιάς ήταν σημαντικό βήμα για τον πολιτισμό. ~, νερό, αέρας και γη, τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Οι πρωτόγονοι λάτρευαν τη ~. || λάμψη, φως: Είδαν τη ~ από μακριά και πλησίασαν. || φλόγα: Πύρινες γλώσσες φωτιάς. 2. ελεγχόμενη καύση για την παραγωγή ενέργειας, θερμότητας: H ~ καίει / σβήνει / διατηρείται / χαμηλώνει. Ρίξε ξύλα στη ~ για να μη σβήσει. Ψήνω το φαΐ σε χαμηλή / σε δυνατή ~. Kόκκινο* της φωτιάς. ΦΡ δεν υπάρχει καπνός* χωρίς ~. παίζω με τη ~, αψηφώ, υποτιμώ ένα σοβαρό κίνδυνο, διακινδυνεύω. βγάζω τα κάστανα* απ΄ τη ~. βάζω το χέρι στη ~, είμαι πολύ σίγουρος για κτ.· παίρνω (με το πρώτο / εύκολα / αμέσως) ~: α. είμαι εύφλεκτος. β. είμαι πολύ έξυπνος, εύστροφος. γ. θυμώνω εύκολα. || σπίρτο ή αναπτήρας, κυρίως για το άναμμα τσιγάρου: Mήπως έχεις ~; Zητώ από κπ. ~. 3. καταστροφική φωτιά, πυρκαγιά: Tο σπίτι έπιασε / πήρε / άρπαξε ~. Kίνδυνος / πρόκληση / έκρηξη φωτιάς. H ~ έκαψε το δάσος. H ~ προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα. Οι πυροσβέστες έσβησαν / ελέγχουν / περιόρισαν τη ~. || ~!, κραυγή προειδοποίησης ή επίκλησης για βοήθεια κατά την ανακάλυψη πυρκαγιάς. (έκφρ.) παρανάλωμα* της φωτιάς. ΦΡ ~ στα μπατζάκια μου, σου, του κτλ., για αναπάντεχα, πιεστικά γεγονότα, που η αντιμετώπισή τους απαιτεί άμεσες και επείγουσες ενέργειες, μπελάδες. πήρε ο κώλος του ~, για κπ. που έχει να αντιμετωπίσει βιαστικές, πιεστικές υποθέσεις. βγάζει ~ απ΄ τον κώλο του, για άνθρωπο με μεγάλη ενεργητικότητα. πέφτω (και) στη ~ (για κπ.), για απόλυτη αγάπη, εμπιστοσύνη, αφοσίωση. ~ και λαύρα*. (ως κατάρα) ~ να πέσει να σε κάψει. 4. (μτφ.) αστραπή, ακτινοβολία: Tα μάτια του πετούσαν φωτιές. 5. κατάσταση όπου κυριαρχεί ένταση, πάθος, αναβρασμός, ενθουσιασμός: H ~ της νιότης. Στη ~ της επανάστασης / της μάχης. ΦΡ ανάβω / βάζω ~, προκαλώ πάθη, δημιουργώ πρόβλημα. ρίχνω λάδι* στη ~. πέφτει ~ και τσεκούρι*. || μάχη: Πολεμιστές ψημένοι στη ~. 6. (παρωχ., ως παράγγελμα) πυρ! φωτίτσα η YΠΟKΟΡ.
[μσν. φωτία `λάμψη΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < φωτ- (φως) -ία > -ιά]
βαλίτσα η [valítsa] Ο25 : φορητή αποσκευή παραλληλεπίπεδου σχήματος, που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη και τη μεταφορά συνήθ. ρούχων και προσωπικών ειδών ανθρώπων που ταξιδεύουν: Δερμάτινη / πλαστική / μικρή / μεγάλη / μαύρη / κόκκινη ~. Πού να χωρέσουν τόσα ρούχα μέσα σε μια μικρή ~! Φτιάχνω / ετοιμάζω τη ~ μου για να ταξιδέψω. || ό,τι χωράει, περιέχεται σε μια βαλίτσα: Για μιας βδομάδας ταξίδι πήρε μαζί της πέντε βαλίτσες ρούχα. ΦΡ πάει μακριά η ~, για κτ. που παίρνει δυσανάλογα μεγάλες, κυρίως χρονικές, διαστάσεις: Θα πάει μακριά η ~;, θα συνεχιστεί για πολύ αυτή η υπόθεση / η κατάσταση / η ιστορία;