ΟΙ ΠΡΩΤΟΓΟΝΕΣ, ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ, έχουν συχνά οριστεί ως κοινωνίες χωρίς κράτος, εννοώντας μ’ αυτό κοινωνίες στις οποίες δεν εμφανίζονται διαχωρισμένα όργανα εξουσίας. Αλλά το συμπέρασμα που προέκυπτε ήταν πως αυτές οι κοινωνίες δεν έφτασαν σ’ ένα βαθμό οικονομικής ανάπτυξης, ή σ’ ένα επίπεδο πολιτικής διαφοροποίησης, που θα έκαναν τον σχηματισμό του μηχανισμού του κράτους τόσο δυνατό, όσο και αναπόφευκτο: υπάρχει ο υπαινιγμός ότι οι πρωτόγονοι άνθρωποι «δεν κατανοούν» την πολυπλοκότητα ενός τέτοιου μηχανισμού. Το κύριο ενδιαφέρον των θεωριών του Pierre Clastres είναι η ρήξη του μ’ αυτό το εξελικτικό αξίωμα. Όχι μόνο αμφιβάλλει πως το κράτος είναι το προϊόν μιας καθοριστικής οικονομικής εξέλιξης, αλλά διερωτάται μήπως υπάρχει ένα δυναμικό μέλημα των πρωτόγονων κοινωνιών να προφυλαχθούν ή να αποτρέψουν την εμφάνιση αυτού του τέρατος που υποτίθεται ότι δεν κατανοούν. Η προφύλαξη από τον σχηματισμό του μηχανισμού του κράτους, το να κάνουν αδύνατο τον σχηματισμό ενός τέτοιου μηχανισμού, θα αποτελέσει τον στόχο συγκεκριμένου αριθμού πρωτόγονων κοινωνικών μηχανισμών, ακόμη κι αν δεν γίνονται κατανοητοί ως τέτοιοι. Ασφαλώς οι πρωτόγονες κοινωνίες είχαν αρχηγούς. Αλλά το κράτος δεν καθορίζεται από την ύπαρξη των αρχηγών’ καθορίζεται από τη διαιώνιση ή τη συντήρηση των οργάνων της εξουσίας. Το μέλημα του κράτους είναι να συντηρήσει. Συνεπώς είναι απαραίτητοι ειδικοί θεσμοί που θα επιτρέψουν στον αρχηγό να γίνει ο άνθρωπος του κράτους, αλλά είναι το ίδιο αναγκαίοι διάχυτοι, συλλογικοί μηχανισμοί που θα εμποδίσουν έναν αρχηγό από το να γίνει κάτι τέτοιο. Μηχανισμοί προφύλαξης, αποτρεπτικοί μηχανισμοί, είναι μέρος της αρχηγίας και δεν επιτρέπουν την αποκρυστάλλωση ενός μηχανισμού διαχωρισμένου από το κοινωνικό σώμα. Ο Κλαστρ περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αρχηγός, ο οποίος δεν έχει άλλη θεσμοθετημένη εξουσία πέρα από το γόητρό του, δεν έχει άλλο μέσο πειθούς, άλλη αρχή, πέρα από το αισθητήριο του για τις επιθυμίες της ομάδας. Ο αρχηγός είναι περισσότερο κάτι σαν οδηγός ή σαν αστέρι, παρά άνθρωπος της εξουσίας, και πάντοτε υπόκειται στον κίνδυνο της απάρνησης, της εγκατάλειψης από το λαό του.
Αλλά ο Κλαστρ πάει παραπέρα, ορίζοντας τον πόλεμο στις πρωτόγονες κοινωνίες σαν τον πιο ασφαλή μηχανισμό εναντίον του σχηματισμού του κράτους: ο πόλεμος διατηρεί τη διασπορά και τον κατακερματισμό των ομάδων και ο ίδιος ο πολεμιστής εγκλωβίζεται σε μια διαδικασία συσσώρευσης ανδραγαθημάτων, διαδικασία που τον οδηγεί στη μοναξιά και σ’ έναν θάνατο με γόητρο, αλλά χωρίς εξουσία . Συνεπώς ο Κλαστρ μπορεί να επικαλεστεί τον Φυσικό Νόμο, καθώς αντιστρέφει την αρχική του πρόταση: ακριβώς όπως ο Χομπς είδε ξεκάθαρα ότι το κράτος ήταν εναντίον του πολέμου, έτσι κι ο πόλεμος είναι εναντίον του κράτους και τον κάνει αδύνατο. Δεν πρέπει να βγει το συμπέρασμα ότι ο πόλεμος είναι μια φυσική κατάσταση, αλλά μάλλον ότι είναι ο τρόπος προκειμένου μια κοινωνική κατάσταση να προφυλαχθεί και να αποτρέψει την εμφάνιση του κράτους. Ο πρωτόγονος πόλεμος δεν δημιουργεί το κράτος περισσότερο απ’ ότι προέρχεται απ’ αυτό. Και δεν εξηγείται περισσότερο από την ανταλλαγή, απ’ ότι από το κράτος: μακράν απ’ το να προέρχεται από την ανταλλαγή, ακόμη και σαν τιμωρία για την αποτυχία της, ο πόλεμος είναι αυτό που περιορίζει τις ανταλλαγές, διατηρώντας τες σ’ ένα πλαίσιο «συμμαχιών», αυτό που τις εμποδίζει να γίνουν παράγοντας του κράτους, να συγχωνευθούν οι ομάδες μεταξύ τους.
Η σημασία αυτής της θέσης είναι ότι πρώτα απ’ όλα στρέφει την προσοχή στους συλλογικούς μηχανισμούς της αναστολής. Αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να είναι εκλεπτυσμένοι και να λειτουργούν ως μικρομηχανισμοί. Κάτι τέτοιο φαίνεται εύκολα σε συγκεκριμένα φαινόμενα ομάδων ή αγέλων. Παραδείγματος χάριν, σε σχέση με τις συμμορίες των παιδιών του δρόμου στην Μπογκοτά, ο. Jacques Meunier παραθέτει τρεις τρόπους με τους οποίους ο ηγέτης εμποδίζεται από το να αποκτήσει σταθερή ε ξουσία: τα μέλη της συμμορίας συναντώνται και από κοινού διαπράττουν τις κλοπές και μοιράζονται συλλογικά τη λεία, αλλά μετά χωρίζουν, δεν μένουν μαζί να φάνε ή να κοιμηθούν επίσης και πιο συγκεκριμένα, κάθε μέλος της συμμορίας συντροφεύουν ένα, δύο ή τρία άλλα μέλη, έτσι ώστε αν κάποιος διαφωνήσει με τον αρχηγό δεν θα φύγει μόνος του, αλλά θα πάρει μαζί του τους συμμάχους του, των οποίων η συνδυασμένη αναχώρηση θα απειλήσει να διαλύσει ολόκληρη τη συμμορία’ τέλος, υπάρχει ένα διάχυτο όριο ηλικίας, τέτοιο ώστε όταν ένα μέλος πλησιάζει την ηλικία των δεκαπέντε, προτρέπεται μοιραία να εγκαταλείψει τη συμμορία2. Αυτούς τους μηχανισμούς τους κατανοεί χωρίς να αποκηρύττει την εξελικτική θεώρηση που βλεπει τις συμμορίες ή τις αγέλες σαν μια στοιχειώδη, χαλαρά οργανωμένη κοινωνική μορφή. Ακόμη και στις αγέλες των ζώων, η ηγεσία είναι ένας σύνθετος μηχανισμός που δεν δρα για την προώθηση του ισχυροτέρου, αλλά μάλλον εμποδίζει την εγκαθίδρυση σταθερών εξουσιών, προς όφελος ενός ιστού εγγενών σχέσεων.
Μπορεί κάποιος αρκετά εύκολα να συγκρίνει τη μορφή «της ζωής της υψηλής κοινωνίας» με τη μορφή της «κοινωνικότητας» ανάμεσα στους πιο εξελιγμένους άνδρες και γυναίκες: οι ομάδες της υψηλής κοινωνίας μοιάζουν με τις συμμορίες και λειτουργούν μάλλον με τη διάχυση του γοήτρου, παρά με την αναφορά σε κέντρα εξουσίας, στις κοινωνικές συναθροίσεις (ο Προυστ έδείξε ξεκάθαρα αυτή την αναντιστοιχία των αξιών της υψηλής κοινωνίας και των κοινωνικών αξιών). Ο Eugene Sue, ένας άνθρωπος της υψηλής κοινωνίας, ένας δανδής, τον οποίο οι νομιμόφρονες κατέκριναν επειδή συναναστρεφόταν την οικογένεια της Ορλεάνης, συνήθιζε να λέει: «Δεν είμαι με την οικογένεια, είμαι με την αγέλη». Οι αγέλες, οι συμμορίες, είναι ομάδες ριζωματικού τύπου και αντιτίθενται στον τύπο που επικεντρώνεται γύρω από τα όργανα της εξουσίας. Γι’ αυτό το λόγο οι ομάδες εν γένει, ακόμη και αυτές που εμπλέκονται σε ληστείες ή σχετίζονται με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας, είναι μεταμορφώσεις της πολεμικής μηχανής που διαφέρει ως προς τη μορφή απ’ ό λους τους μηχανισμούς του κράτους ή τα ισοδύναμά τους, που, αντιθέτως, δομούνται σε συγκεντροποιημένες κοινωνίες. Σίγουρα κάποιος δεν θα πει ότι η πειθαρχία είναι αυτό που καθορίζει μια πολεμική μηχανή: η πειθαρχία γίνεται το απαιτούμενο χαρακτηριστικό των στρατών, όταν τους οικειοποιείται το κράτος. Αλλά η πολεμική μηχανή υπόκειται σε άλλους κανόνες. Βεβαίως δεν λέμε ότι είναι καλύτεροι, απλώς ότι εμψυχώνουν μια θεμελιώδη απειθαρχία στον πολεμιστή, μια αμφισβήτηση της ιεραρχίας, έναν διαρκή εκβιασμό μέσω της εγκατάλειψης ή της προδοσίας και μια πολύ ευμετάβλητη αίσθηση της τιμής, ώστε όλα αυτά μαζί, για μια ακόμη φορά, εμποδίζουν τον σχηματισμό του κράτους.
Αλλά γιατί αυτό το επιχείρημα αποτυγχάνει να μας πείσει εντελώς; Συμβαδίζουμε με τον Κλαστρ όταν δείχνει πως το κράτος δεν εξηγείται ούτε από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ούτε από τη διαφοροποίηση των πολιτικών δυνάμεων. Είναι το κράτος, αντιθέτως, που κάνει δυνατή την ανάληψη σχεδίων μεγάλης κλίμακας, τη δημιουργία υπεραξίας και την οργάνωση των αντίστοιχων δημόσιων λειτουργιών. Είναι το κράτος που κάνει δυνατή τη διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Δεν βλέπουμε πώς μπορεί να εξηγηθεί το κράτος απ’ αυτά που προϋποθέτει, ακόμη κι αν καταφύγουμε στη διαλεκτική. Το κράτος δεν φαίνεται να εμφανίζεται μεμιάς, με μια αυταρχική μορφή και δεν εξαρτάται από προοδευτικούς παράγοντες. Η επιτόπια εμφάνισή του μοιάζει με τη χειρονομία μιας μεγαλοφυίας, τη γέννηση της Αθηνάς.
Ακολουθούμε επίσης τον Κλαστρ όταν δείχνει πώς η πολεμική μηχανή κατευθύνεται εναντίον του κράτους, είτε εναντίον εν δυνάμει κρατών των οποίων τον σχηματισμό αποκλείει προκαταβολικά, είτε εναντίον υφιστάμενων κρατών τα οποία σκοπεύει να καταστρέφει. Χωρίς αμφιβολία η πολεμική μηχανή πραγματώνεται πληρέστερα στις «βαρβαρικές» συναθροίσεις των νομάδων πολεμιστών, παρά στις «άγριες» συναθροίσεις των πρωτόγονων κοινωνιών. Εν πάσει περιπτώσει, δεν συζητείται καν ότι το κράτος μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός πολέμου όπου οι κατακτητές επιβάλλουν μέσω της νίκης τους έναν νέο νόμο στους κατακτημένους, αφότου η οργάνωση της πολεμικής μηχανής κατευθύνεται εναντίον της μορφής-κράτος, υφιστάμενης ή εν δυνάμει. Το κράτος δεν αιτιολογείται καλύτερα αν αντί του αποτελέσματος ενός πολέμου, θεωρηθεί αποτέλεσμα της προόδου των οικονομικών ή των πολιτικών δυνάμεων. Εδώ είναι που ο Κλαστρ εντοπίζει τη ρήξη μεταξύ των «πρωτόγονων» αντικρατικών κοινωνιών και των «τερατωδών» κραχιστικών κοινωνιών, των οποίων ο σχηματισμός δεν είναι πλέον δυνατό να εξηγηθεί. Ο Κλαστρ γοητεύεται από το πρόβλημα της «εθελοδουλείας», όπως το θέτει ο La Boetie: με ποιον τρόπο οι άνθρωποι θέλουν ή επιθυμούν τη δουλεία, η οποία τις περισσότερες φορές δεν φτάνει σ’ αυτούς ως αποτέλεσμα ενός αθέλητου και άτυχου πολέμου; Διαθέτουν, άλλωστε, αντικρατικούς μηχανισμούς: πώς λοιπόν και γιατί το κράτος; Γιατί θριαμβεύει το κράτος;
Φαίνεται λες και όσο βαθύτερα διεισδύει στο πρόβλημα, τόσο περισσότερο ο Πιέρ Κλαστρ απομακρύνεται από τους τρόπους επίλυσής του4. Τείνει να θεωρήσει τις πρωτόγονες κοινωνίες αυθυπόαταχες, μια αυτάρκη ενότητα (επιμένει πολύ πάνω σ’ αυτό το σημείο). Θεώρησε την τυπική τους εξωτερικότητα σαν μια πραγματική ανεξαρτησία. Κάνοντας κάτι τέτοιο, παραμένει ένας εξελικτικιστής και προϋποθέτει μια φυσική κατάσταση. Μόνο που αυτή η φυσική κατάσταση, σύμφωνα μ’ αυτόν, ήταν μια πλήρης κοινωνική πραγματικότητα και όχι μια απλή έννοια, και η εξέλιξη ήταν μια ξαφνική αλλαγή παρά μια ανάπτυξη. Από τη μια πλευρά το κράτος εμφανίστηκε μεμιάς, σε πλήρη μορφή’ από την άλλη, οι αντικρατικές κοινωνίες χρησιμοποιούσαν πολύ συγκεκριμένους μηχανισμούς για να προφυλαχθούν, για να αποτρέψουν την εμφάνισή του. Πιστεύουμε ότι αυτές οι δύο προϋποθέσεις έχουν κάποια ισχύ, αλλά η διασύνδεσή τους έχει ελαττώματα. Υπάρχει ένα παλιό σενάριο: «από τη φυλή (clan) στις αυτοκρατορίες», ή «από τις ομάδες στα βασίλεια…». Αλλά τίποτα δεν λέει ότι αυτό συνιστά μια εξέλιξη, αφότου οι ομάδες και φυλές δεν είναι λιγότερο οργανωμένες από τις αυτοκρατορίες και τα βασίλεια. Δεν θ’ αφήσουμε ποτέ πίσω την υπόθεση της εξέλιξης, δημιουργώντας μια ρήξη μεταξύ των δύο όρων, δηλαδή προικίζοντας τις ομάδες με μια αυτάρκεια και το κράτος με μια εμφάνιση ολωσδιόλου υπερφυσική και τερατώδη.
Είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι πάντοτε υπήρχε ένα κράτος, αρκετά τέλειο, αρκετά ολοκληρωμένο. Όσο πιο πολλές ανακαλύψεις κάνουν οι αρχαιολόγοι, τόσο πιο πολλές αυτοκρατορίες ανακαλύπτουν. Η υπόθεση του Urstaat μοιάζει να επαληθεύεται: «το κράτος ξεκάθαρα ανάγεται στις πιο μάκρυνες επο χές της ανθρωπότητας». Είναι δύσκολο να φανταστούμε πρωτόγονες κοινωνίες που δεν θα έρχονταν σε επαφή με αυτοκρατορικά κράτη, στην περιφέρεια ή σε περιοχές χαλαρά ελεγχόμενες. Αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει η αντίστροφη υπόθεση: όχι το ίδιο το κράτος είχε πάντοτε σχέσεις με τον έξω κόσμο και είναι απίστευτα εξαρτημένο απ’ αυτή τη σχέση. Ο νόμος του κράτους δεν είναι ο νόμος του Όλα ή Τίποχα (κοινωνίες με κράτος η αντικρατικές κοινωνίες), αλλά αυτός του εσωτερικού και του εξωτερικού. Το κράτος είναι μία κυριαρχία. Αλλά η κυριαρχία ασκείται μονάχα πάνω σ’ αυτό που είναι σε θέση να εσωτερικεύσει, να οικειοποιηθεί τοπικά. Όχι μόνο δεν υπάρχει οικουμενικό κράτος, αλλά αυτό που βρίσκεται έξω από το κράτος δεν μπορεί να αναχθεί στην «εξωτερική πολιτική», δηλαδή σ’ ένα σύνολο σχέσεων μεταξύ των κρατών. Το εξωτερικό εμφανίζεται ταυτοχρόνως σε δύο κατευθύνσεις: τεράστιες παγκόσμιες μηχανές διακλαδωμένες κάθε στιγμή σ’ ολόκληρη την οικουμένη, οι οποίες απολαμβάνουν ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με τα κράτη (παραδείγματος χάριν εμπορικοί οργανισμοί «πολυεθνικού» τόπου, βιομηχανικά συμπλέγματα, ακόμη και θρησκευτικοί σχηματισμοί όπως ο χριστιανισμός, το ισλάμ, ορισμένα προφητικά ή μεσσιανικά κινήματα κ.ο.κ.)’ αλλά επίσης και τοπικοί μηχανισμοί ομάδων, περιθωρίων, μειοψηφιών, που συνεχίζουν να επιβεβαιώνουν τα δικαιώματα των κατακερματισμένων κοινωνιών σε αντίθεση με τα όργανα της κρατικής εξουσίας. Ο σύγχρονος κόσμος μπορεί να μας προμηθέψει σήμερα με ιδιαίτερα καλοαναπτυγμένες εικόνες αυτών των δύο κατευθύνσεων, σαν παγκόσμιες οικουμενικές μηχανές, αλλά επίσης και μ’ έναν νεο-πρωτογονισμό, μια νέα φυλετική κοινωνία όπως την περιγράφει ο Marshall McLuhan. Αυτές οι κατευθύνσεις είναι εξίσου παρούσες σε όλα τα κοινωνικά πεδία, σε όλες τις περιόδους. Συμβαίνει ακόμη εν μέρει να ταυτίζονται. Παραδείγματος χάριν ένας εμπορικός οργανισμός είναι επίσης μια συμμορία λεηλασίας ή πειρατείας, κάπου στην πορεία του και σε σχέση με πολλές από τις δραστηριότητές του’ ή είναι στις ομάδες που αρχίζει να λειτουργεί ένας θρησκευτικός σχηματισμός. Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο είναι ότι οι ομάδες, όχι λιγότερο απ’ ότι οι παγκόσμιοι οργανισμοί, υποδηλώνουν μια μορφή μη αναγώγιμη στο κράτος και ότι αυτή η εξωτερικότητα παρουσιάζεται απαραιτήτως σαν μια διάχυτη και πολύμορφη πολεμική μηχανή. Είναι ένας νόμος πολύ διαφορετικός από το «νόμο».
Η μορφή-κράτος, ως μια μορφή εσωτερικότητας, έχει την τάση να αναπαράγεται, παραμένοντας ταυτισμένη με τον εαυτό της μέσω των ποικιλιών της και αναγνωριζόμενη εύκολα μέσα στα όρια των πόλων της, αναζητώντας πάντοτε τη δημόσια αναγνώριση (δεν υπάρχει μασκοφορεμένο κράτος). Αλλά η μορφή της εξωτερικότητας της πολεμικής μηχανής είναι τέτοια που υφίσταται μόνο μέσα στις δικές της μεταμορφώσεις’ υφίσταται σε μια βιομηχανική καινοτομία, όπως επίσης σε μια τεχνολογική εφεύρεση, σ’ ένα εμπορικό κύκλωμα, όπως επίσης σε μια θρησκευτική δημιουργία, σ’ όλες τις ροές και τα ρεύματα που μόνο δευτερευόντως επιτρέπουν στους εαυτούς τους να οικειοποιούνται από το κράτος. Δεν μπαίνει με όρους ανεξαρτησίας, αλλά συνύπαρξης και ανταγωνισμού σ ‘ ένα διαρκές πεδίο αλληλόδρασης, που πρέπει να κατανοήσουμε την εξωτερικότητα και την εσωτερικότητα, τις πολεμικές μηχανές της μεταμόρφωσης και τους κρατι κούς μηχανισμούς της ταυτότητας, τις ομάδες και τα βασίλεια, τις μεγαμηχανές και τις αυτοκρατορίες. Το ίδιο πεδίο περιορίζει την εσωτερικότητα του στα κράτη, αλλά περιγράφει την εξωτερικότητά του σ’ αυτά που διαφεύγουν των κρατών ή εναντιώνονται σ’ αυτά.·
1. Πιερ Κλαστρ, Η Κοινωνία Ενάντια στο Κράτος (στα ελληνικά εκδόσεις Αλεξάνδρεια) και Η Αρχαιολογία της Βίας (στα ελληνικά εκδόσεις Έρασμος). Στο τελευταίο κείμενο ο Κλαστρ σκιαγραφεί το πορτραίτο της μοίρας ενός πολεμιστή στην πρωτόγονη κοινωνία και αναλύει τον μηχανισμό ο οποίος εμποδίζει τη συγκέντρωση της εξουσίας (με τον ίδιο τρόπο που ο Mauss δείχνει ότι το πότλατς ήταν ένας μηχανισμός που εμπόδιζε τη συγκέντρωση του πλούτου).
2. Jacques Meunier, Les gamins de Bogota (Lattes, Paris 1977), σελ. 159 και 177: αν είναι αναγκαίο, «είναι τα παιδιά του άλλου δρόμου τα οποία, μέσω ενός πολύπλοκου παιχνιδιού ταπεινώσεων και σιωπής, του δίνουν να καταλάβει ότι πρέπει ν’ αφήσει τη συμμορία». Ο Meunier δίνει έμφαση στο βαθμό στον οποίο κινδυνεύει το πρώην μέλος της συμμορίας: όχι μόνο για λόγους υγείας, αλλά γιατί δυσκολεύεται να ενσωματωθεί στον υπόκοσμο, σε μια τόσο ιεραρχική κοινωνία, τόσο συγκεντρωτική σε όργανα στα οποία πρέπει να ενταχθεί (σελ. 178). Για τις παιδικές συμμορίες βλέπε επίσης το μυθιστόρημα του Jorge Amado, Capitaes de areia (Livraria Martins, Sao Paolo 1944).
3. Βλέπε I.S. Bernstein, «La dominance sociale chez les primates» στο La Recherche, vo 91, Ιούλης 1978.
4. Κλαστρ, Η Κοινωνία Ενάντια στο Κράτος: «Η εμφάνιση του κράτους φέρνει τη μεγάλη τυπολογική διαίρεση ανάμεσα σε άγριους και πολιτισμένους, δημιούργησε την ανεξάλειπτη τομή που πέραν αυτής όλα έχουν αλλάξει, γιατί ο Χρόνος γίνεται ιστορία». Προκειμένου να υπολογίσει αυτή την εμφάνιση, ο Κλαστρ παραθέτει πρώτα έναν δημογραφικό παράγοντα («αλλά δεν υπάρχει ζήτημα αντικατάστασης ενός οικονομικού ντετερμινισμού μ’ έναν δημογραφικό ντετερμινισμό»), έπειτα την πιθανότητα μιας πολεμικής μηχανής που καταλαμβάνεται από αμόκ’ παραθέτει επίσης, ακόμη πιο απροσδόκητα, τον έμμεσο ρόλο ενός συγκεκριμένου τύπου προφητικού λόγου, ο οποίος, πρώτα κατευθύνεται εναντίον των «αρχηγών», παράγοντας ένα τρομακτικά νέο τύπο εξουσίας. Αλλά προφανώς κάποιος δεν προδικάζει πιο επεξεργασμένες λύσεις που ο Κλαστρ μπορούσε να βρει γι’ αυτό το πρόβλημα. Για τον πιθανό ρόλο του προφητικού λόγου, βλέπε Helene Clastres, La terre sans mal, le proph6tisme tupi-guarani (Editions du Seuil, Paris 1975).
Απόσπασμα από το βιβλίο των G. Deleuze – F. Guattari Mille Plateuax, κεφάλαιο «Traite de nomadologie: La machine de guerre», εκδόσεις Minuit, Παρίσι.
Gilles Deleuze – Η Κοινωνια Του Ελεγχου
εκδόσεις Ελευθεριακη Κουλτουρα