2
κατεύθυνση των επίκαιρων βιωμάτων του δείχνει και σε αυτόν πιο πολλά πράγματα
από όσα μπορεί να πιάσει, περισσότερα ίχνη από όσα μπορεί να ακολουθήσει, πιο
πολλές δυνατότητες εμπειρίας από όσες μπορεί να πραγματοποιήσει. Υπόκειται και
αυτός στην ανάγκη να επιλέξει. Αυτό που τον διακρίνει από διαφορετικά
τοποθετημένους πράττοντες είναι μόνον η διαφορετική οργάνωση αυτής της
επιλεκτικότητας» (Luhmann 1996: 438)1.
Στις θετικές επιστήμες, τα εντυπωσιακά σχήματα των Φράκταλ συνεχίζουν να
μας γοητεύουν αναδεικνύοντας λεπτομερώς την κρυμμένη («αόρατη») αρχιτεκτονική
των φυσικών δομών2. Γενικότερα, στη σύγχρονη πολυπολιτισμική ψηφιακή εποχή
της παγκόσμιας δικτυακής οικονομίας, της τεχνολογικής σύγκλισης και των
αμφίδρομων και διαδραστικών συναλλαγών, η έννοιες της «μη γραμμικότητας», της
«ανάδυσης», του «χάους», της «πολυπλοκότητας» και των «πολύπλοκων
κοινωνικών συστημάτων» αποκτούν ένα ουσιαστικά νέο και δυναμικότερο
περιεχόμενο.
Η επιστήμη της Πολυπλοκότητας, ως η διαπειθαρχική ολιστική μελέτη των
πολύπλοκων προσαρμοστικών συστημάτων (complex adaptive systems)3,
αναπτύσσεται ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε
πρακτικό επίπεδο, καταδεικνύοντας εναργώς ότι η φύση και η κοινωνία είναι πολύ
πιο σύνθετες και απρόβλεπτες από ό,τι φανταζόμαστε, αλλά και υπερβαίνοντας κατά
τρόπο ριζικό κλασσικά δυιστικά διλήμματα και άκαμπτους αναγωγισμούς. Ο
απλοϊκός δυιστικός/διλημματικός και αναγωγιστικός τρόπος σκέψης και γλώσσας (η
λογική του είτε-είτε) αντικαθίσταται πλέον από παραγωγικές, εύπλαστες και
1
Ο Luhmann συνδέει αναστοχαστικά το πρόβλημα της πολυπλοκότητας, το οποίο επιλέγεται ως
«έσχατο σημείο αναφοράς των λειτουργικών αναλύσεων», με το «γεγονός ότι υπάρχουν πάντοτε
περισσότερες δυνατότητες από εκείνες που μπορούν να ληφθούν υπόψη. Αυτό το πρόβλημα είναι
τελικά το ίδιο για τη συγκρότηση θεωριών και για τα άλλα είδη δράσης. Συνδέει τις συνθήκες εργασίας
του θεωρητικού με την κατάσταση εκείνου που θέλει ή θα έπρεπε να εφαρμόσει θεωρίες. Αυτό πρέπει
λοιπόν να είναι και η βάση συνεννόησης μεταξύ τους» (Luhmann 1996: 442-443). Η πολυπλοκότητα της
σύγχρονης επιστήμης συνεπάγεται (και επιτρέπει) επομένως πολλές και διαφορετικές θεωρητικές
περιγραφές. Παραφράζοντας τον Clifford Geertz, θα λέγαμε ότι μία μόνο μεταφορά δεν μπορεί να
κατανοήσει ούτε την κοινωνική ούτε την επιστημονική ζωή. Για τον παραπάνω λόγο, χρειάζεται να
αναγνωρίσουμε, με αναστοχαστική ταπεινότητα, πως ζούμε σ’ έναν κόσμο που «είναι πολύ
μεγαλύτερος απ’ ό,τι εμείς ως ανθρώπινα πλάσματα που κατέχουμε μια ορισμένη θέση μπορούμε να
φανταστούμε» (Hayles 1998: 330), αλλά και πως είναι απαραίτητη η μόνιμη και ενεργητική συμμετοχή
μας σε έναν ανοιχτό δημοκρατικό διάλογο σχετικά με τις «θέσεις, τις προδιαθέσεις και τις θεσιληψίες
μας» (Vandenberghe 2002: 63).
2
Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, ένας μεγάλος αριθμός φυσικοεπιστημονικών εξελίξεων
προσέδωσε σημαντική ώθηση στην αναστοχαστική εννοιολογική σύλληψη της «πολυπλοκότητας»: η
θεωρία των διασυνδεμένων πιθανοτήτων του A. Markov, η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Α.
Einstein, η Θεωρία της Αβεβαιότητας του W. Heisenberg, η κβαντική θεωρία του N. Bohr, η υπόθεση
του νετρίνου του W. Pauli, η «θερμοδυναμική μακράν της ισορροπίας» (non-equilibrium
thermodynamics) και η θεωρία των «καταστροφικών δομών» (dissipative structures) του I. Prigogine,
κ.ά.
3
Πρώτιστης σημασίας είναι η ικανότητα των συστημάτων αυτών για προσαρμοστική μάθηση (adaptive
learning). Η «μαθησιακή ικανότητα» τούς επιτρέπει να αναδιαρθρώνουν λειτουργικά τις ποικίλες
ιδιότητές τους έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν με ευελιξία και αποτελεσματικότητα τις συχνές αλλαγές του
περιβάλλοντος.
κατεύθυνση των επίκαιρων βιωμάτων του δείχνει και σε αυτόν πιο πολλά πράγματα
από όσα μπορεί να πιάσει, περισσότερα ίχνη από όσα μπορεί να ακολουθήσει, πιο
πολλές δυνατότητες εμπειρίας από όσες μπορεί να πραγματοποιήσει. Υπόκειται και
αυτός στην ανάγκη να επιλέξει. Αυτό που τον διακρίνει από διαφορετικά
τοποθετημένους πράττοντες είναι μόνον η διαφορετική οργάνωση αυτής της
επιλεκτικότητας» (Luhmann 1996: 438)1.
Στις θετικές επιστήμες, τα εντυπωσιακά σχήματα των Φράκταλ συνεχίζουν να
μας γοητεύουν αναδεικνύοντας λεπτομερώς την κρυμμένη («αόρατη») αρχιτεκτονική
των φυσικών δομών2. Γενικότερα, στη σύγχρονη πολυπολιτισμική ψηφιακή εποχή
της παγκόσμιας δικτυακής οικονομίας, της τεχνολογικής σύγκλισης και των
αμφίδρομων και διαδραστικών συναλλαγών, η έννοιες της «μη γραμμικότητας», της
«ανάδυσης», του «χάους», της «πολυπλοκότητας» και των «πολύπλοκων
κοινωνικών συστημάτων» αποκτούν ένα ουσιαστικά νέο και δυναμικότερο
περιεχόμενο.
Η επιστήμη της Πολυπλοκότητας, ως η διαπειθαρχική ολιστική μελέτη των
πολύπλοκων προσαρμοστικών συστημάτων (complex adaptive systems)3,
αναπτύσσεται ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε
πρακτικό επίπεδο, καταδεικνύοντας εναργώς ότι η φύση και η κοινωνία είναι πολύ
πιο σύνθετες και απρόβλεπτες από ό,τι φανταζόμαστε, αλλά και υπερβαίνοντας κατά
τρόπο ριζικό κλασσικά δυιστικά διλήμματα και άκαμπτους αναγωγισμούς. Ο
απλοϊκός δυιστικός/διλημματικός και αναγωγιστικός τρόπος σκέψης και γλώσσας (η
λογική του είτε-είτε) αντικαθίσταται πλέον από παραγωγικές, εύπλαστες και
1
Ο Luhmann συνδέει αναστοχαστικά το πρόβλημα της πολυπλοκότητας, το οποίο επιλέγεται ως
«έσχατο σημείο αναφοράς των λειτουργικών αναλύσεων», με το «γεγονός ότι υπάρχουν πάντοτε
περισσότερες δυνατότητες από εκείνες που μπορούν να ληφθούν υπόψη. Αυτό το πρόβλημα είναι
τελικά το ίδιο για τη συγκρότηση θεωριών και για τα άλλα είδη δράσης. Συνδέει τις συνθήκες εργασίας
του θεωρητικού με την κατάσταση εκείνου που θέλει ή θα έπρεπε να εφαρμόσει θεωρίες. Αυτό πρέπει
λοιπόν να είναι και η βάση συνεννόησης μεταξύ τους» (Luhmann 1996: 442-443). Η πολυπλοκότητα της
σύγχρονης επιστήμης συνεπάγεται (και επιτρέπει) επομένως πολλές και διαφορετικές θεωρητικές
περιγραφές. Παραφράζοντας τον Clifford Geertz, θα λέγαμε ότι μία μόνο μεταφορά δεν μπορεί να
κατανοήσει ούτε την κοινωνική ούτε την επιστημονική ζωή. Για τον παραπάνω λόγο, χρειάζεται να
αναγνωρίσουμε, με αναστοχαστική ταπεινότητα, πως ζούμε σ’ έναν κόσμο που «είναι πολύ
μεγαλύτερος απ’ ό,τι εμείς ως ανθρώπινα πλάσματα που κατέχουμε μια ορισμένη θέση μπορούμε να
φανταστούμε» (Hayles 1998: 330), αλλά και πως είναι απαραίτητη η μόνιμη και ενεργητική συμμετοχή
μας σε έναν ανοιχτό δημοκρατικό διάλογο σχετικά με τις «θέσεις, τις προδιαθέσεις και τις θεσιληψίες
μας» (Vandenberghe 2002: 63).
2
Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, ένας μεγάλος αριθμός φυσικοεπιστημονικών εξελίξεων
προσέδωσε σημαντική ώθηση στην αναστοχαστική εννοιολογική σύλληψη της «πολυπλοκότητας»: η
θεωρία των διασυνδεμένων πιθανοτήτων του A. Markov, η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Α.
Einstein, η Θεωρία της Αβεβαιότητας του W. Heisenberg, η κβαντική θεωρία του N. Bohr, η υπόθεση
του νετρίνου του W. Pauli, η «θερμοδυναμική μακράν της ισορροπίας» (non-equilibrium
thermodynamics) και η θεωρία των «καταστροφικών δομών» (dissipative structures) του I. Prigogine,
κ.ά.
3
Πρώτιστης σημασίας είναι η ικανότητα των συστημάτων αυτών για προσαρμοστική μάθηση (adaptive
learning). Η «μαθησιακή ικανότητα» τούς επιτρέπει να αναδιαρθρώνουν λειτουργικά τις ποικίλες
ιδιότητές τους έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν με ευελιξία και αποτελεσματικότητα τις συχνές αλλαγές του
περιβάλλοντος.