Τα όνειρα φαίνεται πως απασχολούσαν ανέκαθεν τους ανθρώπους.
Όλοι οι αρχαίοι λαοί απέδιδαν μεγάλη σημασία στα όνειρα εξασφαλίζοντας από αυτά ενδείξεις για το μέλλον και προμηνύματα. Στην αρχαία Ελλάδα , η ερμηνεία των ονείρων διαφόρων ηρώων εξυπηρετούσε την πλοκή της αρχαίας τραγωδίας. Κατά τον Ιπποκράτη, η αξιοποίηση των ονείρων διευκόλυνε τη διάγνωση ασθενειών. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Εφέσιου Αρτεμίδωρου στη μελέτη των ονείρων, κατά τον 2ο αιώνα μ. Χ, ο οποίος εστίασε στα προφητικά όνειρα στηριζόμενος στην αποκρυπτογράφηση των συμβόλων και στην ιδιαιτερότητα της ενός εκάστου προσωπικότητας, θεωρώντας πως η ονειροκριτική αποτελεί τεχνική που στηρίζεται στην εμπειρία.Τα όνειρα λαμβάνουν πλέον το χαρακτήρα επιστημονικής μελέτης- στα πλαίσια του Δυτικού πολιτισμού –στις αρχές του 20ου αιώνα με το έργο «ερμηνεία των ονείρων» του Freud κατά τον οποίο αποτελούν ένα έμμεσο τρόπο εκπλήρωσης των επιθυμιών, κυρίως των σεξουαλικών αλλά και εκείνων των απαγορευμένων από ηθικούς κώδικες.
Συνιστούν τη βασιλική οδό προς τη γνώση του ασυνειδήτου και όχι την πρόγνωση του μέλλοντος, η δε «συμβολοποίηση» στο όνειρο διαφυλάσσει τον ύπνο. Η μέθοδος του ελεύθερου συνειρμού, όπου η ονειρική ιστορία καταγράφεται αυθόρμητα κομμάτι-κομμάτι, βοηθάει τον αναλυόμενο να φέρει όλες τις απωθημένες επιθυμίες στην επιφάνεια.
Κατά τον Young τα όνειρα μιλούν τη συμβολική γλώσσα των εικόνων και των μεταφορών, μια γλώσσα που συνιστά φυσική έκφραση του ασυνείδητου.
Όνειρο είναι η βίωση μίας σειράς εικόνων, ήχων ή άλλων αισθήσεων, ιδεών, συναισθημάτων και μορφών που ενδεχομένως δημιουργούν μια, συνήθως αλλοπρόσαλλη, «ιστορία» κατά τη διάρκεια του ύπνου.Το περιεχόμενο των ονείρων δεν έχει συνήθως τη λογική αλληλουχία της φυσικής πραγματικότητας και είναι πέρα από τον συνειδητό έλεγχο αυτού που το βιώνει. Η εξαίρεση σ’ αυτό είναι γνωστή ως συνειδητό όνειρο, κατά το οποίο το άτομο συνειδητοποιεί ότι ονειρεύεται και συχνά είναι σε θέση να αλλάξει το ονειρικό του περιβάλλον και να ασκήσει έλεγχο σε διάφορες πτυχές του ονειρικού περιεχομένου. Το ονειρικό περιβάλλον είναι πολύ πιο ρεαλιστικό κατά τη διάρκεια του συνειδητού ονείρου – συχνά αντίστοιχου ρεαλισμού με τον φυσικό κόσμο κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης – και οι αισθήσεις του ατόμου οξυμένες.
Το να βλέπει κανείς όνειρα φαίνεται πως είναι φυσιολογική ανάγκη του οργανισμού, καθώς όταν κάποιος μείνει χωρίς να κοιμηθεί για διάστημα μερικών ημερών αρχίζει και ονειρεύεται ενώ είναι ξύπνιος. Σχετικά με την ερμηνεία των ονείρων έχουν ασχοληθεί αρκετοί ψυχαναλυτές με κυριότερους τον Sigmund Freud και τον Carl Jung. Ο Freud άρχισε να ασχολείται με την ανάλυση των ονείρων καθώς πίστευε ότι κάθε ανθρώπινη πράξη, αντίδραση δεν συμβαίνει τυχαία αλλά υποκινείται ως ένα βαθμό από το υποσυνείδητο. Ο άνθρωπος στη σημερινή κοινωνία τείνει να καταστέλλει τις επιθυμίες και τα ένστικτά του, τα οποία του βγαίνουν στη διάρκεια των ονείρων. Ο Freud επίσης υποστήριζε πως το υποσυνείδητο χρησιμοποιεί μία συμβολική γλώσσα για να εκφραστεί.
O Jung παράλληλα με τον δάσκαλό του υποστήριζε και αυτός την ύπαρξη του υποσυνείδητου όμως αντίθετα του έδινε μια πιο πνευματική μορφή. Τα όνειρα δεν πρέπει να λαμβάνονται ως τα πραγματικά αισθήματα του συνειδητού μυαλού αλλά ως ένα “παράθυρο” στο υποσυνείδητο, προσφέροντας προτεινόμενες λύσεις για ένα πρόβλημα του συνειδητού κόσμου του ατόμου.
Τα όνειρα δείχνουν να μεταφέρουν μηνύματα από τα βαθύτερα κομμάτια του εαυτού, που συνομιλούν με τα υπαρξιακά δεδομένα της ζωής και η αναζήτηση αυτών των αγωνιών της ύπαρξης προκύπτει μέσα από την αξιοποίηση των στοιχείων του ονείρου.