This poem is by Odysseus Elytis, who is one of the most outstanding international figures of 20th-century poetry. A major poet in the Greek language, Odysseus Elytis, winner of the 1979 Nobel Prize for Literature, was born in Heraklion, Crete, in 1911 and died in Athens in 1996. In his work, modernist European poetics and Greek literary tradition are fused in a highly original lyrical voice.
Music /Μουσική: Nena Venetsanou-Νένα Βενετσάνου
Από τους χρόνους τους παλιούς τό ‘χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι.
Τ’ άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάη
που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου εκάεις.
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα.
Τι ζουμπούλια και τι κρίνα τι και τούτα τι κι εκείνα
ντο και ρε και φα και μι φούχτα μου και δύναμη.
Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι.
Που ‘ναι σπηλιά του ο ουρανός,άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου.
Χτύπα χτύπα το ραβδάκι γίνε το νερό στ’ αυλάκι
φα και ρε και μι και ντο μες στο μπλε το ξάγναντο.
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό.
Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν’ ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το μαγισσάκι.
Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος
και να με λεν χωρίς καρδιά μα να ‘μαι ερωτευμένος.
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα.
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό.
Ο Οδυσσέας Ελύτης (1911- 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη ,
ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30.
Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας,
Τα τοπία του Ελύτη, έγραψε ο Μήτσος Παπανικολάου, έχουν όλη τη διαφανή και την καινούρια ομορφιά των τοπίων που καθάρισαν οι βροχές και οι άνεμοι, κι ακόμη των πρώτων τοπίων της δημιουργίας. Η φύση του είναι νέα και τόσο γοητευτική, σα να την αντικρίζουν για πρώτη φορά τα μάτια του παιδιού ή του κοιμισμένου. Κι εκεί μέσα ο ποιητής, παιδί κι αυτός, πλανιέται μες τις πιο απόκρυφες σκέψεις του, απαλλαγμένος εντελώς από τα δεσμά της λογικής…”